Το εμπόριο πεθαίνει! Ναι, αλλά υπάρχει ελπίδα;
Η κρίση, που μαστίζει πανελλαδικά την εμπορική κίνηση, στον Πειραιά λαμβάνει απελπιστικές διαστάσεις. Του Νότη Ανανιάδη
«Ο θάνατος του εμποράκου» είναι συνηθισμένο δημοσιογραφικό κλισέ, αλλά δεν υπάρχει φράση που να μπορεί να αποδώσει καλύτερα την πραγματικότητα στην αγορά του Πειραιά. Μια πραγματικότητα όχι μόνο αυτή την περίοδο, στην κορύφωση της κρίσης, αλλά ετών. Χρόνο με τον χρόνο τα εμπορικά καταστήματα του Πειραιά παρουσιάζουν μια μείωση του τζίρου τους, σταθερά μεγαλύτερη από τη μείωση που καταγράφεται πανελλαδικά, όπως εξηγεί ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά κ. Γ. Ζησιμάτος. Αν και δεν υπάρχουν ξεχωριστά στοιχεία για το εμπόριο στο μεγάλο λιμάνι, εμπειρικά βλέπει κανείς ότι η κρίση, που μαστίζει πανελλαδικά την εμπορική κίνηση (ο τζίρος σε όλη τη χώρα μειώθηκε κατά 50% από πέρυσι), στον Πειραιά λαμβάνει απελπιστικές διαστάσεις. Ξενοίκιαστα καταστήματα επί σειρά μηνών, ακόμη και σε κεντρικότατους δρόμους, όπως η Σωτήρος ή η Β. Γεωργίου, σε συνδυασμό με προσφορές πάνω από 50% σε ιστορικά μαγαζιά του Πειραιά, μέρες όπως το πρώτο Σάββατο του Δεκεμβρίου, που παραδοσιακά η κίνηση είναι ανεβασμένη, συνθέτουν μια σχεδόν εφιαλτική εικόνα. Αν η αγορά του Πειραιά δεν έχει πεθάνει, ακούμε τον επιθανάτιο ρόγχο της.
Αν και αυτή είναι η εικόνα πάνω- κάτω, αξίζει πάντως, λίγο πριν ευχηθούμε «καλά σαράντα» στην αγορά, να εξαντλήσουμε έστω και τις τελευταίες πιθανότητες που μπορεί να υπάρχουν για να αναστραφεί η κατάσταση. Και καταρχήν να αναγνωρίσουμε ότι όντως υπάρχουν δυνατότητες αντιστροφής του κλίματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μας υποδεικνύει ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά κ. Στ. Μανουσάκης, αναφερόμενος στην απομάκρυνση του ΟΚΑΝΑ από τη Β΄ Μεραρχίας. Στόχος για την επίτευξη του οποίου ο ίδιος και ο ΔΣΠ κατέβαλαν ιδιαίτερες προσπάθειες. Πράγματι, οι κάθετοι στη Β’ Μεραρχίας δρόμοι χαμηλά στο λιμάνι, από όπου σκεφτόσουν ακόμη και μέρα μεσημέρι να περάσεις, πλέον δεν αποτελούν στέκι εξαθλιωμένων τοξικομανών. Φυσικά, από μόνο του αυτό δεν φτάνει, ούτε λύνει κανένα πρόβλημα. Και από δω και μπρος αρχίζουν να φαίνονται συγκεκριμένες ευθύνες, στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί η Δημοτική Αρχή Πειραιά. Να καθαρίσουν οι δρόμοι, να φωτιστεί η περιοχή, να πραγματοποιηθούν ίσως συγκεκριμένες παρεμβάσεις στα πεζοδρόμια. Ώστε να ξαναγίνει ο ευρύτερος χώρος επενδυτικά ενδιαφέρων.
Η πόλη, μέσα στην κρίση, έχει την τύχη να είναι έτοιμη να υποδεχτεί ξανά το σύμβολό της, το Δημοτικό Θέατρο
Αλλά μιλάμε για μια συγκεκριμένη περιοχή. Σε μια μεγαλύτερη κλίμακα, ανάλογες παρεμβάσεις χρειάζονται παντού. Και φυσικά, στο κέντρο του Πειραιά. Η πόλη, μέσα στην κρίση, έχει την τύχη να είναι έτοιμη να υποδεχθεί ξανά το σύμβολό της, το Δημοτικό Θέατρο. Σε λίγους μήνες, ίσως και τον Φεβρουάριο, το ανακαινισμένο εκ βάθρων Δημοτικό Θέατρο θα παραδοθεί στον Δήμο Πειραιά. Από μόνη της η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την αντιστροφή της φθίνουσας πορείας που περιγράψαμε. Αρκεί να υπάρχουν έμπνευση, μεράκι και αφοσίωση. Η λειτουργία του Θεάτρου από μόνη της αποτελεί ένα ξεχωριστό, όσο και σύνθετο ζήτημα. (Ήδη ακούγονται αρκετές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις σχετικά.) Πριν όμως καταπιαστεί κανείς με αυτό το γεγονός, ότι θα υπάρχει στο κέντρο της πόλης ένα υπέροχο επισκέψιμο στολίδι, πρέπει να το δει ως μοναδική ευκαιρία. Χιλιάδες τουρίστες κρουαζιερόπλοιων, μαθητές όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, και όχι μόνο της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, θα μπορούν να ξεναγούνται στους χώρους του Θεάτρου, που πρέπει να έχει και μουσειακή λειτουργία. Καθιστώντας έτσι το κέντρο της πόλης πόλο έλξης και τροφοδοτώντας την αγορά του Πειραιά. Παράλληλα, η πιο έντονη λειτουργία και αξιοποίηση του Παλιού Ταχυδρομείου, η αξιοποίηση με τη μία ή την άλλη μορφή του γιαπιού της Ραλλείου, ακόμη ίσως και του σημερινού Δημαρχείου, με την παράλληλη μετακόμιση των υπηρεσιών του δήμου στον «Πύργο», στο λιμάνι, αποτελούν κινήσεις που, εφόσον επιτέλους δρομολογηθούν, θα δώσουν πνοή –καλύτερα, το φιλί της ζωής– στον ετοιμοθάνατο Πειραιά.
Κινήσεις, όπως και άλλες, που μπορούν να ζωντανέψουν γειτονιές, πλατείες και παραλίες της πόλης, όχι μόνο δεν κοστίζουν, αλλά μπορεί να αποδείξουν ότι τελικά ο «ασθενής» θα επιζήσει. Αρκεί φυσικά να το θέλει ο ίδιος, δηλαδή οι παράγοντες –κάθε επιπέδου– που τον διοικούν.