Ενα μπούμερανγκ για το Λουξεμβούργο; - Ρεπορτάζ του Κώστα Αργυρού
Η απόφαση της κυβέρνησης του Δουκάτου έφερε στο φως τη μεγάλη διάδοση του Sars-CoV-2 σε μη ασυμπτωματικούς και έβαλε τη χώρα στις λίστες των περιοχών υψηλού ρίσκου
Στα μέσα Ιουνίου η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ανακοίνωσε την πρόθεση να προβεί σε μαζικά τεστ για τον κορωνοϊό, προκειμένου να αποκτήσει μια πραγματική εικόνα για την διασπορά του και να την περιορίσει όσο αυτό είναι εφικτό. Σε μια χώρα 600.000 κατοίκων κάτι τέτοιο είναι εφικτό, σε αντίθεση με μεγάλες χώρες πολλών εκατομμυρίων κατοίκων. Το πρόγραμμα μαζικών ελέγχων πράγματι ξεκίνησε και ήδη έχουν ξοδευτεί περίπου 40 εκατομμύρια για αυτό το σκοπό. Καθημερινά ελέγχονται περίπου 13.000 δείγματα. Ωστόσο αυτή η απόφαση, που πάρθηκε για να προστατεύσει τον πληθυσμό μπορεί να αποδειχτεί «μπούμερανγκ», αφού τα αποτελέσματά της έφεραν το Δουκάτο στη λίστα των πιο περιοχών υψηλού ρίσκου.
Κι αυτό γιατί αποδείχθηκε ότι η διασπορά του ιού σε ασυμπτωματικούς είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι αρχικά εκτιμούσαν οι επιστήμονες. Ξεπερνά σημαντικά το όριο των 50 κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους εντός μια εβδομάδας, που έχει θέσει το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ στη γειτονική Γερμανία για να θέσει μια περιοχή σε καραντίνα. Εδώ το σχετικό νούμερο είναι πάνω από το 100. Ετσι το Λουξεμβούργο στην προσπάθεια του να είναι «ειλικρινές» βρέθηκε ξαφνικά να απειλείται με απομόνωση από την υπόλοιπη Ευρώπη και οι κάτοικοί του αρχίζουν να νοιώθουν εξοργισμένοι. Κάποιοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι εκτιμούν επίσης ότι από τον αριθμό των κρουσμάτων θα πρέπει να αφαιρούνται όσο μετακινούνται λόγω δουλειάς καθημερινά από γειτονικές χώρες.
Πάντως όπως εξηγούσε ο Ρούντι Μπάλλινγκ Διευθυντής του Κέντρου Συστημάτων Βιοιατρικής και ειδικευμένος σε θέματα επιδημιών, σε συνέντευξη του στο περιοδικό «der Spiegel» χάρις στον συστηματικό έλεγχο οι επιστήμονες έχουν αποκομίσει πολύ σημαντικά συμπεράσματα, που θα είναι σίγουρα χρήσιμα και για τους συναδέλφους του σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
«Υποτιμήσαμε μαζικά το βαθμό στον οποίο τα μολυσμένα, αλλά μη συμπτωματικά άτομα μεταδίδουν τον ιό. Αυτά τα άτομα μπορούν να ανιχνευθούν μόνο με προσεκτική εξέταση ολόκληρου του πληθυσμού και στη
συνέχεια με τον εντοπισμό όσο το δυνατόν περισσότερων επαφών για να σπάσουν οι αλυσίδες μετάδοσης. Το τελευταίο βήμα είναι το αποφασιστικό, διαφορετικά όλες οι δοκιμές είναι άχρηστες. Πρόσφατα είδαμε τι συμβαίνει εάν δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν τα κρούσματα σε πρώιμο στάδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Χάθηκε ο χρόνος για να τεθεί υπό έλεγχο η επιδημία, τώρα ο ιός εξαπλώνεται εκθετικά ξανά. Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια εξέλιξη».
Ο καθηγητής παρατηρεί με σχετική ανησυχία τη συνολικότερη εξέλιξη στην Ευρώπη, όπου σε πολλές χώρες υπάρχει άνοδος των κρουσμάτων, αλλά αποφεύγει να μιλήσει για ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας. «Οι νέες μολύνσεις εντοπίζονται κυρίως σε μεγαλύτερες πόλεις, όπου πολλοί άνθρωποι ζουν μαζί σε περιορισμένο χώρο. Επομένως, η κατάσταση είναι ακόμη υπό έλεγχο. Ωστόσο, όσο περισσότερα τέτοια συμπλέγματα υπάρχουν, τόσο περισσότερο ο ιός διαχέεται σε ευρεία τμήματα του πληθυσμού» λέει χαρακτηριστικά.
Η διαφορά της σημερινής κατάστασης είναι επίσης η εμφάνιση του ιού σε νεαρότερες ηλικίες: «το γεγονός ότι οι άνθρωποι μετακινούνται τώρα πιο ελεύθερα σημαίνει ότι ο ιός εξαπλώνεται τώρα μεταξύ των νεότερων εργαζομένων. Αυτό μπορείτε να το δείτε ξεκάθαρα στο Λουξεμβούργο. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν λιγότερες σοβαρές περιπτώσεις, αλλά η νεότερη γενιά είναι πιο κινητική και συνήθως διατηρεί περισσότερες επαφές. Το δυναμικό λοιμώξεων είναι επομένως υψηλότερο σήμερα».
Πάντως ο Γερμανός καθηγητής παραδέχεται ότι ένα γενικό lock-down σαν εκείνο του Μαρτίου θα είναι δύσκολο να επιβληθεί στις κοινωνίες.
Και επιμένει για μέτρα προστασίας και προσωπικής υγιεινής. «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη φάση της πανδημίας. Σύντομα θα καταστεί σαφές εάν οι αριθμοί στην Ευρώπη πραγματικά εκρήγνυνται ξανά και χάνουμε την ευκαιρία να περιορίσουμε τα κρούσματα, ή αν διατηρώντας αποστάσεις και φορώντας μάσκα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον ιό».