ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ένας Ζορμπάς Σπετσιώτης

Αν τον είχε μπροστά του ο Καζαντζάκης θα τον λάτρευε. Ομορφάντρας, ψηλός και ηλιοκαμένος ο καπετάνιος, σκαρί ορθόπλωρο, φίνο και "γοργονάτο" το καϊκι ο Ναυτίλος, ζευγάρι που έγραψε ιστορία και έκαψε καρδιές. Του Γιάννη Μητσόπουλου   Από μικρός τον έβλεπα σαν έναν άντρακλα θεριό, που γύρω του σερνόντουσαν γυναίκες, που του χάιδευαν τα γεμάτα αλμύρα χέρια του. Γυναίκες με εξωτικά πράσινα μάτια, με μαύρες βρεμένες μπούκλες να πέφτουν στο στήθος τους, γοργόνες πραγματικές, που είχαν αναδυθεί κατευθείαν από κάποιο θαλασσινό βυθό στο κατάστρωμα του καϊκιού του. Κι αυτός τώρα στα ογδόντα του, χωρίς να έχει χάσει τη λεβεντιά του, τι μου λέει; Με τα δικά του αγνά, θαλασσινά του λόγια, πως δεν αγάπησε τίποτε περισσότερο από το καΐκι του τον «Ναυτίλο»… Και πως τον έζησε το όνειρο μιας όμορφης γυναίκας, που δεν έκανε ποτέ τίποτα γι’ αυτήν, εκτός από το να… χορεύει. Αν τον είχε μπροστά του ο Καζαντζάκης, θα τον λάτρευε τον Γιώργη τον «Μαντουβάλα», που του κόλλησαν το παρατσούκλι, γιατί –λέει– με το που έβγαινε το καΐκι του από το λιμάνι, ακουγόταν δυνατά από το μεγάφωνο το τραγούδι του Καζαντζίδη. Θα τον αγαπούσε, γιατί, αν κι έχει τελειώσει την τετάρτη δημοτικού, ακούγονται τα λόγια του κάπως σαν φιλοσόφου: «Δεν θυμάμαι τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, μόνο που χόρευα θυμάμαι». Ζορμπάς δηλαδή κανονικός, που στα βιβλία τον ψάχνεις και μπροστά σου τον βρίσκεις. Εκεί στον μόλο της Ντάπιας τον έβρισκες πάντα κατά τις δέκα το πρωί, μπροστά από το καΐκι του, με τα μαλλιά του μακριά μέχρι το σβέρκο ατημέλητα, το καπέλο του καπετάνιου στο κεφάλι και πάντα ένα κλαδάκι βασιλικού στο αυτί, που το φοράει ακόμα και σήμερα. Φώναζε δυνατά στους περαστικούς «Αναργύρι Μπιτς», για να καταλάβουν ότι ο «Ναυτίλος» έκανε εκδρομές στην παραλία των Αγίων Αναργύρων πίσω από το νησί. Εκεί παραπάνω τον βρίσκεις και σήμερα. Με το ίδιο αγαθό χαμόγελο και τα θλιμμένα μάτια. Ήταν ο άντρας, ήταν το σκαρί, δεν ξέρω τι ήταν που έγραψε ιστορία, και σήμερα κάθομαι και την αναζητώ στο πρόχειρο άλμπουμ με τις φωτογραφίες, που μου έφερε στο καφενείο του Σταμπόλη ο Γιώργος Φουρναράκης, όπως είναι το κανονικό του όνομα. Δεν ξέρω τι από τα δυο ήταν αυτό που έκαψε καρδιές και καρδιές. Ο «Ναυτίλος» ήταν το ωραιότερο καΐκι του νησιού, που μέχρι και σήμερα καλύτερό του δεν έχει υπάρξει. Όμορφο, φίνο, σκούρο μπλε βαμμένο, με άσπρες φάσες κάτω από την κουπαστή, ορθόπλωρο, γρήγορο και καλοτάξιδο. Με γοργόνες ζωγραφισμένες στα «μάγουλα» της πλώρης και ήχο μηχανής γλυκό και γάργαρο. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην ξεχώριζε αυτό το σαμιώτικο σκαρί, που είχε ο Γιώργος μαζί με τον αδελφό του. Και πού δεν είχε ταξιδέψει… Από το Ανάπλι μέχρι τη Μονεμβάσια κι από τον Πειραιά μέ- χρι τα Κύθηρα. Μπήκε μέσα του ο Γιώργης ο «Μαντουβάλας», από κουφάρι που ήταν, και το ‘βγαλε απ’ το καρνάγιο. «Αυτή τη μηχανή θέλω» είπε «αυτό το κατάρτι, αυτό το χρώμα». Κι όταν χρειάστηκε να το πουλήσουν, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Ο νέος ιδιοκτήτης το έχει κάπου παρατημένο και ο Γιώργος τι έκανε; Πήγαινε κρυφά και του έβγαζε τα νερά από μέσα του, για να μη σαπίσει. Κι ας μην ήτανε δικό του. Κι ας μην τον ταξίδευε πια. Γι’ αυτόν η ψυχή του καϊκιού του είναι ακόμα ζωντανή. «Καμάκι» με ψυχή και σώμα ο Γιώργος, δεν έκανε τίποτα, αλλά οι γυναίκες πέφτανε γύρω του σαν μαρουλόφυλλα! Την Ευρώπη όλη την έχει γευτεί, χωρίς να αφήσει το τιμόνι του «Ναυτίλου». Όλη μέρα δουλειά στο λιοπύρι του τουρισμού και το βράδυ δαγκώνανε τραπέζια χορεύοντας στου «Γιάννα», στου Λάζαρου δηλαδή την ταβέρνα. Μαζί του ο Γιάννης ο «Ριτς», που έλεγε αστεία, ο Λάκης ο Λαγός κι ο Καρυοφύλλης. Δεν έμενε γυναίκα που να μην έπεφτε στην αγκαλιά τους. «Αφήνανε τους άντρες τους να κολυμπάνε κι ερχόντουσαν σ' εμάς, το πιστεύεις δηλαδή» ρωτάει ο Γιώργος, σαν να ξυπνάει κάτι μέσα του. Μην αναζητήσεις βαθύτερα νοήματα σε έναν τέτοιο τύπο, και προπαντός μην τον κρίνεις επιπόλαια και άδικα. Δεν πειράζει να τον πεις τυχοδιώκτη. Έχει αισθήματα, κι ας μην μπορεί να τα εκφράσει, πράγμα που τον έκανε να μην παντρευτεί ποτέ καμιά όμορφη, μα μήτε κι άσχημη. Πάλι δεν πειράζει… Η θεά γοργόνα της πλώρης του φρόντισε γι’ αυτό. Κι εκεί που καθότανε μια μέρα στο καφενείο, ήρθε ένας νεαρός και του είπε: «Γκουντμόρνινγκ, είμαι ο γιος σου». Όνειρα δεν κάνει πια. «Έχω εφιάλτες» μου λέει. «Αλλά μου έδωσε ο γιατρός ένα χάπι και κοιμάμαι καλύτερα». Λέει ότι δεν θυμάται. Αλλά, άμα σου πιάσει την κουβέντα, μπορεί λεπτομέρειες και ονόματα να τα ξεχνάει, αλλά οι πλάκες που έκανε με τους φίλους του του έχουν μείνει αξέχαστες. Απλά πράγματα… Όπως σχοινί και παλαμάρι, καλαφάτισμα και προπέλα, αλάτι και νερό, ξύλο και μέταλλο. Αλλά τι μέταλλο; Όπως μου είπε ο «Μαντουβάλας» στα δικά του λόγια και μέτρα, «άμα το μέταλλο είναι ανοξείδωτο, δεν σκουριάζει». Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε τι εννοεί αυτός.

Διαβάστε επίσης

Νίκη ΣΥΡΙΖΑ σε Πειραιά και νησιά – Τα αποτελέσματα στα σημεία διανομής του SMΑΓΚΙΣΤΡΙ

Μεγάλη εκλογική νίκη ΣΥΡΙΖΑ. Συγκυβέρνηση με Ανεξάρτητους Έλληνες. Στη Βουλή και ο Βασίλης Λεβέντης. Η Α’ Πειραιά εξέλεξε ξανά ΣΥΡΙΖΑ και μέχρι τις 11 το βράδυ της Κυριακής, οι έδρ...

David Webber: Ο... σπετσολάτρης ζωγράφοςΣΠΕΤΣΕΣ

Μια βουτιά διαρκείας στο φως και στο χρώμα του Αργοσαρωνικού, από τη δεκαετία του ΄60, που ανακάλυψε τις Σπέτσες και εντυπωσιάστηκε –καθώς είχε μόλις αφήσει πίσω του το γκρίζο των ...

Ανατινάξτε την αρμάταΕλλάδα

Από τον καιρό της Μπουμπουλίνας μέχρι σήμερα η ίδια οικογένεια των Μπουμπουλήδων κάνει την ίδια ακριβώς δουλειά… Φορτώνει μπαρούτι και εκρηκτικά, τινάζοντας στον αέρα κάθε Σεπτέμβρ...

Σοκ στον ΣΥΡΙΖΑ Πειραιά : Το μισό ψηφοδέλτιο δεν κατεβαίνει στις εκλογές!ΑΓΚΙΣΤΡΙ

Οι τέσσερις πρώτοι του ψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ στην Α' Πειραιά - του ψηφοδελτίου με το οποίο θριάμβευσε τον περασμένο Ιανουάριο - φέρονται να μην είναι διατεθειμένοι να κατέλθουν εκ...