Η τέχνη του αργαλειού έχει στην Ύδρα τη δική της Ζωή
Ο ήχος του έχει ταυτιστεί µε την 90χρονη κυρα-Ζωή, που «κρύβει» σε µια αίθουσα έναν λαογραφικό πλούτο.
Γράφει η Ελένη Χριστοδούλου
Aνηφορίζοντας έξω από το Παλιό Γυμνάσιο της Ύδρας, θα ακούσει κανείς ένα ρυθμικό τακ-τακ να διαχέεται στον χώρο. Ο ήχος του έχει ταυτιστεί με την 90χρονη κυρα-Ζωή που «κρύβει» σε μια αίθουσα έναν λαογραφικό πλούτο. Ένας ξύλινος παραδοσιακός αργαλειός παίρνει στα χέρια της ζωή, όπως είναι και το όνομά της. Με αργές αλλά σταθερές κινήσεις η Ζωή Γκιώνη υφαίνει κουρελούδες, που με τα χρώματά τους ξετρελαίνει, όλους, όσοι στέκονται εκστατικά και την χαζεύουν έξω από το παράθυρο. Μπορεί πίσω της να ανοίγεται διάπλατα η υπέροχη θέα της Ύδρας, αλλά εκείνη στέκεται μπροστά από τον αργαλειό της, πολλές ώρες την ημέρα και υφαίνει-υφαίνει, μέχρι να φτιάξει την τέλεια και αρμονική κουρελού.
Η μέρα της ξεκινάει πρωί-πρωί. Έρχεται, πλένει τη αυλή, και ποτίζει τους δυο βασιλικούς της, για να της δίνουν το άρωμά τους, σαν εκείνη δουλεύει.
«Και δυο φορές την ημέρα τους ποτίζω.», θα μου πει.
Όσο για την τέχνη της. Πάνω από 50 χρόνια κάνει αργαλειό.
«Έρχονται και μου λένε: Να μπω μέσα να δω, πώς δουλεύεις τον αργαλειό; Έχω γυρίσει όλα τα χωριά για να βρω έναν παρόμοιο, αλλά όλα τα πετάξανε.» Τους απαντώ τότε εγώ: «Υπάρχει ακόμα μία παλαβή στην Ύδρα και αυτή είμαι εγώ.»
Μου εξηγεί, ότι έτρεχε από τη μια και την άλλη γυναίκα, όταν ήταν νέα για να μάθει να υφαίνει. Τώρα βέβαια ανταμείφθηκε για τους κόπους της, μια και ακούει από όλους και όλες έναν καλό λόγο:
«Είναι ωραίο σαν και αυτή που το έφτιαξε. Έτοιμο για έκθεση!», της λένε, όταν βλέπουν μια κουρελού που τους αρέσει. Τότε εκείνη τους αντιγυρίζει:
«Να με πάτε στην έκθεση και μένα και το κουρέλι». Άλλωστε δεν είναι λίγοι οι ξένοι που της τραβούν φωτογραφίες. Έχει φτάσει η χάρη της όπως αναφέρει με καμάρι, στην Αμερική, την Αγγλία, την Γαλλία.
«Έχω πάει παντού, λέει, χαμογελώντας».
Δίπλα στον παραδοσιακό της αργαλειό, βρίσκεται και ένας άλλος ξύλινος, φερμένος από την Κρήτη.
«Μου τον έφερε ο εγγονός μου ο Γιώργος. Ένα διαμέρισμα, έπαιρνε μ’ αυτά τα λεφτά.», λέει με τον ιδιαίτερο ευθύ και ευχάριστο τρόπο της.
Άραγε είναι η τελευταία που υφαίνει σε αργαλειό στην Ύδρα ή υπάρχει κάποια άλλη;
«Δεν γνωρίζω καμιά να κάνει αυτή τη δουλειά στο νησί μας.», θα πει αφοπλιστικά.
Μου εξηγεί με τι τρόπο φτιάχνει τις κουρελούδες. Πρώτα κόβει κουρέλια, πολύ μικρά, μετά τα ράβει, τα καλαμίζει (τα βάζει σε καλάμι) και μετά πάει να υφάνει την κουρελού. Περνάει στον αργαλειό το καλάμι, το χτυπάει, και όπως λέει, πατά τα πόδια της και σταυρώνουν οι κλωστές. Κάθε δουλειά έχει και την υπομονή της και κυρίως να ταιριάζει το χρώμα.
Η κυρα-Ζωή μου δείχνει τη ρόκα.
«Το μαλλί τους είναι από τα προβατάκια και το κάναμε τότε κλωστή. Τη ρόκα δεν τη χρησιμοποιώ τώρα, γιατί δεν με βολεύουνε τα χέρια μου».
Η ώρα περνάει με την κουβέντα και τότε της λέω:
«Φεύγω, να σας αφήσω, να συνεχίσετε».
«Έχω καιρό, δεν βιάζομαι...», απαντά περιπαικτικά και συμπληρώνει:
«Το αφεντικό είμαι μόνη μου».