Ο καθρέπτης της λογοτεχνίας αφυπνίζει τη μνήμη
Συνέβαιναν και παλιά, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι….
Οι λέξεις «μπούλινγκ» και «συμμορίες ανηλίκων» έχουν εισβάλει στη ζωή μας με τρόπο δραματικό τον τελευταίο καιρό. Ιδίως μετά την πανδημία. Έχουν γίνει ο εφιάλτης κάθε γονιού και έχουν φέρει στα χείλη των όλων τα αμήχανα ερωτήματα «Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς γίναμε έτσι; Μόνο τώρα συμβαίνουν όλα αυτά ή μήπως συνέβαιναν και παλιά και απλώς δεν τα μαθαίναμε;»
Γράφει η Ελπίδα Πασαμιχάλη
Ο Παύλος Κάγιος, στο νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Απάλλαξέ με» (Εκδόσεις 24 Γράμματα), κυριολεκτικά σαν έτοιμος από καιρό, εστιάζει σε αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα της σημερινής πραγματικότητας, με την τέχνη της μυθοπλασίας. Μιας μυθιστορηματικής αφήγησης που άλλοτε γίνεται ευαίσθητη και τρυφερή και άλλοτε άγρια και σκληρή. Ακριβώς όπως είναι και η φύση των ανθρώπων.
Στον πυρήνα μια ιστορία που διατρέχει 100 χρόνια, από την Ικαρία έως την Αφρική και την Αθήνα και περιγράφει έναν διχασμένο έρωτα με διπλό φινάλε ή έναν ήρωα με πολλές ζωές σε έναν άγριο κόσμο.
«Κουνημένη φωτογραφία» κι ένα σωρό άλλα παρατσούκλια-κουδούνια κρεμούν στον μικρό Δημοσθένη που μεγαλώνει στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960.
Δίνοντας με άμεσο πια τρόπο την απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα πως «Ναι, αυτά και ακόμη χειρότερα συνέβαιναν και παλιά»
Το γεγονός αυτό όμως δεν είναι καθησυχαστικό ούτε παρήγορο, ούτε μας αθωώνει. Αντίθετα είναι απογοητευτικό και ανησυχητικό.
Γιατί αποδεικνύει πως όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν μπορεί να έφεραν την τεχνολογία, δεν έφεραν όμως και τον πολιτισμό. Δεν έφεραν την ανθρωπιά και την ευγένεια. Αντιθέτως.
Μαζί με τον Δημοσθένη είναι και ο αλμπίνο Μιχάλης, που κουβαλάει το δικό του σταυρό. Δύο κυνηγημένοι από τους πολλούς, με συνεχή καψόνια-βασανιστήρια, για την ακούρδιστη ζωή τους.
Μόνο η Χήρα, η Αλέκα, μια μαύρη ρεμπέτισσα που έχει γεννηθεί στη σκοτεινή Αφρική του Μεσοπολέμου από Έλληνα πατέρα και μαύρη μάνα, γίνεται έξαλλη με την απονιά και τον χλευασμό του κόσμου απέναντί τους. Μόνο αυτή.
Παίρνει τον Δημοσθένη υπό την προστασία της στο «Ραντεβού στη Μεσόγειο». Ένα παλιό διώροφο σπίτι με αυλή στο Μεταξουργείο, που επί 50 χρόνια, τραγουδάει σ’ αυτό τη ζωή, τον έρωτα, τον καημό.
Εκεί, η αγάπη με τη φιλία, φωτίζουν κι απελευθερώνουν τα όνειρα μιας παρέας που κάνει ορμητήριό της αυτό το στέκι, πλάθοντας το δικό της σύμπαν. Τότε, μπαίνει δυναμικά στη ζωή του Δημοσθένη η Ελένη που τον βγάζει από την απομόνωση. Ένα παιδί κορυφώνει τον έρωτά τους.
Και ενώ με τον Μιχάλη συνεχίζουν να φλογίζονται από τις ίδιες επιθυμίες ο ένας προς τον άλλον, φοβούνται να αγγιχτούν.
Στο σήμερα, η ζωή που τρέχει ξαφνιάζει τους ήρωες φέρνοντάς τους σε μια πραγματικότητα που είναι παράφορα άγρια. Η επιθετικότητα στη συμπεριφορά των ανθρώπων εξορίζει τη λύπη, το δάκρυ και τη συγχώρεση. Και η κατάσταση στους δρόμους γίνεται ανεξέλεγκτη με όλους να ορμούν εναντίον όλων δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τυφλής βίας.
Τώρα, οι συμπεριφορές των ανθρώπων εκτροχιάζονται ανεξήγητα και ξεφεύγουν κάθε λογικής κάνοντας τους ήρωες να τρέχουν να σωθούν φωνάζοντας Απάλλαξέ με.
Στο τέλος του βιβλίου η εικόνα αλλάξει. Το τοπίο γίνεται ανεξήγητα ήρεμο και σιωπηλό. Κινούμενος στο χώρο του φανταστικού, μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού ο Παύλος Κάγιος αφήνει ανοιχτή τη λύση του μυστηρίου, όπως ένα τραύμα που το αφήνουμε ανοικτό για να γιατρευτεί και να μην χειροτερέψει. Και ενώ πάει να γραφτεί το τέλος της ιστορίας του βιβλίου, ξεπετιέται κι ένα δεύτερο τέλος που επιμένει να ακουστεί σαν άλλη εκδοχή της ιστορίας ή της αλήθειας που, έτσι κι αλλιώς, σπάνια είναι μόνο μία…
Η μεγάλη αρετή της λογοτεχνίας είναι πως μέσα από αυτήν μπορούν να ειπωθούν βαθιές αλήθειες για την ανθρώπινη φύση, αλήθειες που είναι αδύνατο να τις προσεγγίσει ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, μια ανάλυση, ακόμη και μια ψυχολογική ερμηνεία. Αλήθειες που διαπερνούν το κέλυφος του καθωσπρεπισμού και αυτάρεσκης εικόνας που έχουμε για τον εαυτό μας αλλά και για την εποχή μας.
Στη λογοτεχνία μπορούμε να αντικρύσουμε τον καθρέπτη μας αλλά την ίδια στιγμή να θυμηθούμε και τον παλιό μας εαυτό. Η λογοτεχνία αφυπνίζει τη μνήμη μας. «Η αλήθεια και το ψέμα είμαστε εμείς. Ο λησμονημένος εαυτός μας. Οι ξεχασμένες αλήθειες μας» διαπιστώνει ο συγγραφέας.
Μετά από μια πολύχρονη και γεμάτη πορεία στη δημοσιογραφία, στο πολιτιστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα», ο Παύλος Κάγιος που ξεκίνησε την παράλληλη διαδρομή του στη λογοτεχνία πολύ νωρίς, μπορεί να διακρίνει πίσω από τα γεγονότα της επικαιρότητας, τις αιτίες που τα γεννούν. Οι ήρωές του φλογίζονται από πάθος και αναζητούν. Πόσο σπάνια για τη σημερινή εποχή και τα δυο. Παλεύοντας με τις αντιφάσεις τους, προσφέρουν την ευκαιρία για αναστοχασμό στον σημερινό αναγνώστη.
Ο Παύλος Θ. Κάγιος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου. Το πρώτο του διήγημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Κάλβος” το 1971. Από το 1984 μέχρι και σήμερα εργάζεται στο πολιτιστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας “Τα Νέα”.
Το 1995 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, “Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια” και το 2000 το δεύτερο, “Σε είδα να ‘σαι αόρατος” (Εκδόσεις Καστανιώτη και τα δύο). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα “Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά σου” (2004) και “Και με κλειστά μάτια θα βλέπω” (2009).
INFO
Απάλλαξέ με
Παύλος Κάγιος
24 γράμματα
Σελ. 462, Τιμή € 22.00
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Το βιβλίο «Απάλλαξέ με» του Παύλου Κάγιου παρουσιάζεται τη Δευτέρα 12 Ιουνίου, στις 19.30 στον Κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου. Ομιλητές: Κωνσταντίνος Μπούρας ποιητής – κριτικός, Δήμος Αβδελιώτης σκηνοθέτης.
bookbar.gr