Η (γερμανική) Ευρώπη ψήφισε Κίνα αψηφώντας τις ΗΠΑ - Ρεπορτάζ του Κώστα Αργυρού
Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς η ΕΕ έκλεισε χάρις στις επίμονες γερμανικές πιέσεις μια εμπορική συμφωνία μαμούθ με την Κίνα, παρά την προσπάθεια των ΗΠΑ να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.
Οι μεγαλύτερες επιχειρηματικές αποστολές, που έπαιρνε μαζί σε τέτοιου είδους ταξίδια της η καγκελάριος Μέρκελ ήταν πάντα στην Κίνα. Η ίδια δεν είχε κρύψει ποτέ την αντιπάθεια προς τον Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα όμως είχε ανοικτά υποστηρίξει πως για την Ευρώπη το μέλλον περνά από το Πεκίνο, καθώς θεωρούσε ότι η αστάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών δεν πρόκειται να παρέλθει, ακόμα και αν φύγει ο Τραμπ. Από την άλλη η αγορά της Κίνας είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία όσο και για άλλους σημαντικούς κλάδους της οικονομίας της.
Η κυρία Μέρκελ από την πρώτη μέρα ανάληψης της προεδρίας της ΕΕ είχε κάνει λόγο για το στρατηγικό ενδιαφέρον της Ευρώπης να εδραιώσει μια νέα σχέση με την Κίνα, την οποία και είχε αποκαλέσει ως «έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες αυτού του αιώνα». Τότε προς θυμό της αντιπολίτευσης είχε αγγίξει μόνο... περιφερειακά το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι μπορεί τις δύο πλευρές να τις χωρίζουν θέματα αρχών, αλλά αυτό δε μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη συνεργασία τους.
Ετσι την τελευταία εβδομάδα του 202ο και λίγο πριν «παραδώσει» σκυτάλη η γερμανική προεδρία, η καγκελάριος κατάφερε αυτό που είχε ήδη αναφέρει ως ύψιστη προτεραιότητα από τον περασμένο Ιούλιο. ΕΕ και Κίνα κατάφεραν λοιπόν τώρα να καταλήξουν σε μια εμπορική επενδυτική συμφωνία, η οποία εκτιμάται ότι θα δώσει τεράστιες δυνατότητες πρόσβασης σε ευρωπαϊκές εταιρίες στην κινεζική αγορά.
Και λέμε «τα κατάφεραν», γιατί οι εν λόγω διαπραγματεύσεις κρατούσαν επτά συναπτά έτη και σε πολλές φάσεις έδειχναν να έχουν βαλτώσει. Τα αγκάθια ήταν παραδοσιακά σχετιζόμενα με τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, ασφάλειας και προστασίας των εργαζομένων, και γενικά με ότι έχει να κάνει με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, που ως γνωστό δεν θεωρούνται και τόσο σημαντικές στην αχανή ασιατική υπερδύναμη. Η Μέρκελ τα γνώριζε φυσικά όλα αυτά, αλλά απέδειξε ότι τελικά τα θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στις οικονομικές προοπτικές, που ανοίγει μια τέτοια εμπορική συνεργασία. Οπως γνώριζε και τις επιφυλάξεις, που εκφράζονταν για το αν το Πεκίνο θα τηρήσει όσα υποσχέθηκε. Επιφυλάξεις που μετατράπηκαν σε ανοικτή κριτική και προειδοποιήσεις για την «αφερεγγυότητα» των Κινέζων τις τελευταίες ημέρες στον αγγλόφωνο Τύπο. Aυτό που υπογραμμίζεται είναι η συνήθης σινική ασέβεια προς υποχρεώσεις από διεθνείς συμφωνίες, αλλά και θέματα όπως η καταπίεση στο Χονγκ Κονγκ και άλλα θέματα έλλειψης δημοκρατίας. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μίλησαν πάντως για μια νέα στρατηγική αυτονομίας και υπενθύμισαν ότι και οι ΗΠΑ δεν ρώτησαν κανέναν για να καταλήξουν σε πρώτη φάση σε μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα.
Είναι αλήθεια ότι κάποιοι πιάστηκαν στον ύπνο από την αποφασιστικότητα αυτή. Από το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν είχε ζητηθεί να «κάνουν υπομονή» οι Ευρωπαίοι, μέχρι να αναλάβει αυτός, ως μια ένδειξη καλής θέλησης της ΕΕ απέναντι στην Ουάσιγκτον. Το Βερολίνο ήταν όμως ασταμάτητο. Ηθελε να στείλει προφανώς και ένα μήνυμα προς τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο, ότι η Ευρώπη είναι έτοιμη να μπει στο παιχνίδι ως παγκόσμιος και αυτόβουλος παίκτης.
Η Γερμανία ψήφισε λοιπόν Κίνα. Επενδύει πολύ στη συνεργασία με την Κίνα και δεν σκοπεύει να θυσιάσει τα συμφέροντά της στο όνομα της ευρωατλαντικής... αλληλεγγύης. Δεν είναι μόνο που η Κίνα είναι μια τεράστια και σε πολλά σημεία της παρθένα αγορά. Πρόσφατα το Πεκίνο σύναψε ένα σύμφωνο με 14 χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, το οποίο διευρύνει ακόμα περισσότερο την παγκόσμια εμπορική της ισχύ.
Στην τελική τηλεδιάσκεψη για την ολοκλήρωση της συμφωνίας μεταξύ Πεκίνου-Βρυξελλών και Βερολίνου προσκλήθηκε τελικά και το Παρίσι, για να είναι παρών στο ιστορικό γεγονός και ο Πρόεδρος Μακρόν. Φαίνεται ότι και αυτόν η καγκελάριος Μέρκελ τον είχε πείσει για το μακρόπνοο του εγχειρήματος. Μάλιστα το τελικό και λεπτομερές κείμενο της συμφωνίας συμφωνήθηκε να υπογραφεί στις αρχές του 2022, επί γαλλικής προεδρίας της ΕΕ. Ετσι ο Εμανουέλ Μακρόν θα μπορεί να απολαύσει τότε την σχετική επικοινωνιακή αίγλη.