Η κληρονομιά του Ντόναλντ Τραμπ - Ρεπορτάζ του Κώστα Αργυρού
Μεγάλη μερίδα του Τύπου στη Δυτική Ευρώπη προσδοκά μεν την «απαλλαγή» από τον Τραμπ, αλλά εκτιμά ότι το κακό που έκανε στα χρόνια της θητείας του μπορεί να αποδειχθεί τελικά και ανεπανόρθωτο.
Του Κώστα Αργυρού
Η ετυμηγορία των περισσότερων μεγάλων ΜΜΕ στη Δυτική Ευρώπη ήταν περίπου ανάλογη με εκείνη του γερμανικού περιοδικού «der Spiegel» στο πολυσέλιδο αφιέρωμα του με τίτλο «Τι μένει από τον Τραμπ». Οι συντάκτες εκτιμούσαν ήδη στον πρόλογό τους ότι ακόμα και αν τελικά ηττηθεί ο σημερινός πρόεδρος οι πληγές που θα αφήσει στο σώμα των ΗΠΑ θα είναι τόσο μεγάλες, που θα είναι δύσκολο να κλείσουν, τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο διάστημα. Μίσος, μισαλλοδοξία, φανατισμός, ξενοφοβία, διχασμός.
Tην άποψη αυτή συμμερίζονται φυσικά και πολλοί αναλυτές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί επιστήμονες, επικοινωνιολόγοι στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, που βίωσαν την περίοδο Τραμπ ως μια εποχή που η πολιτική αντιπαράθεση ξέφυγε από κάθε μέχρι τώρα συνηθισμένο πλαίσιο. Και όσο ο προεκλογικός αγώνας πλησίαζε στο τέλος του τόσο η κατάσταση έμοιαζε να γίνεται ακόμα πιο παράλογη. Είναι αμέτρητες για παράδειγμα οι κατηγορίες που εξέπεμψε ο ίδιος ο Τραμπ, αλλά και το περιβάλλον του με πρώτο και καλύτερο τον «τζούνιορ» στις προεκλογικές του ομιλίες κατά του αντιπάλου του. Αλλοτε ο Μπάιντεν ήταν έμμισθος των κινεζικών μυστικών υπηρεσίων και άλλοτε έμμεσα χρηματοδοτούμενος από τη ρωσική μαφία για την οποία υποτίθεται ότι δούλευε ο γιός του.
Ο πρόεδρος που δεν δίσταζε να γράψει οποιοδήποτε ψέμμα του ερχόταν στο μυαλό στο twitter ή στο facobook και να το περιφέρει ως κείμενο της... Βίβλου είναι αλήθεια ότι άλλαξε ίσως για πάντα τους κανόνες της πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ. Αλλά το χειρότερο είναι ότι έχυσε τόσο πολύ δηλητήριο, που κάποιοι φανατικοί μιλιταριστές οπαδοί του είναι έτοιμοι να βγουν στους δρόμους με τα όπλα για να διασφαλίσουν τη δεύτερή του θητεία.
Προφανώς και δεν είναι δείγμα πολιτικού πολιτισμού ότι σε μια τελευταία δημοσκόπηση το 80% των οπαδών του πίστευαν ότι ο Μπάιντεν σκοπεύει να εγκαταστήσει τον σοσιαλισμό στις ΗΠΑ αν επικρατήσει. Από την άλλη ένα σχεδόν αντίστοιχο ποσοστό ψηφοφόρων του Μπάιντεν θεωρούσε ότι ο Τραμπ
επιδιώκει να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε δικτατορία.
Διχασμένες Πολιτείες της Αμερικής τις αποκάλεσαν αρκετοί τους τελευταίους μήνες. Οχι μόνο λόγω της πολιτικής πόλωσης, αλλά και των τεράστιων κοινωνικών ανινοσήτων που ως ένα βαθμό βρήκαν τον αντικατοπτρισμό τους στις οδομαχίες, που είδαμε συχνά το τελευταίο διάστημα ειδικά μετά τη στυγνή δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ. Ανισότητες που αποκάλυψε και με δολοφονική ευκρίνεια και η πανδημία, με εκατοντάδες χιλιάδες να πεθαίνουν συχνά αβοήθητοι. Ο Τραμπ δεν δίσταζε να τα βάζει με οποιονδήποτε μπορεί να μην συμφωνούσε μαζί του. Εκανε τους οπαδούς του να βλέπουν παντού εχθρούς. Αλλοτε έφταιγαν οι Ευρωπαίοι, άλλοτε οι Κινέζοι, άλλοτε οι Ρώσοι. Επιτέθηκε με σφοδρότητα στα Μέσα Ενημέρωσης.
Σήμερα μόλις το 15% των οπαδών του τους έχει εμπιστοσύνη. Οι υπόλοιποι ασπάζονται θεωρίες ότι είναι και αυτά κομμάτι μιας συνωμοσίας που απλώς θέλει να τον ρίξει από την εξουσία. Απαξίωσε θεσμούς και παραδόσεις, δεν σεβάστηκε στοιχειώδεις κανόνες πολιτικής ευπρέπειας.
Ακόμα και αν χάσει ο Τραμπ λοιπόν ο διχασμός δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Και οι Ευρωπαίοι, που ελπίζουν σε μια πιο συνετή και συνεργάσιμη Αμερική θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι έχουν να κάνουν με μια χώρα που θα προσπαθεί να συνέλθει από αυτό το σοκ, έχοντας στο τιμόνι αν κερδίσει τελικά ο Μπάιντεν έναν ηλικιωμένο κύριο που η αλήθεια είναι ότι δεν εμπνέει και την απόλυτη εμπιστοσύνη. Για την Ευρώπη αυτός είναι ένας λόγος να σταματήσει απλώς να φέρεται ως άβουλος παρατηρητής για το τι θα
συμβεί πέρα από τον Ατλαντικό, σαν τους ποδοσφαιριστές μιας ομάδας που έχασαν το δικό τους παιχνίδι, αλλά καρφωμένοι στα ραδιόφωνα ελπίζουν να πετύχουν τουλάχιστον την ισοβαθμία αν χάσει και ο αντίπαλός τους σε κάποιο μακρινό γήπεδο.