Το 1827, ο Πώλ Μαρί Βοναπάρτης, ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα, έφτασε στον Πόρο με σκοπό να συμμετάσχει στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ωστόσο, ένα απρόοπτο δυστύχημα έθεσε τέλος στη ζωή του, διακόπτοντας την προσπάθειά του να υποστηρίξει τον ελληνικό αγώνα.
Ο Πώλ Μαρί Βοναπάρτης γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1808 στο Κανίνο της Ιταλίας, όπου ο πατέρας του, Λουκιανός Βοναπάρτης (αδελφός του Ναπολέοντα), βρισκόταν σε αυτοεξορία. Ήταν το ένατο από τα δεκατέσσερα παιδιά του Λουκιανού και της Αλεξανδρίνης ντε Μπλεσάμπ. Το 1827, σε ηλικία 19 ετών, εγκατέλειψε κρυφά το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, όπου σπούδαζε, και με ψεύτικο ταξιδιωτικό όνομα ταξίδεψε στην Ελλάδα. Έφτασε πρώτα στα Ιόνια Νησιά, στη συνέχεια στο Ναύπλιο και τελικά στον Πόρο, όπου παρουσιάστηκε στον Βρετανό ναύαρχο Κόχραν, ο οποίος διοικούσε τον ελληνικό στόλο. Ο Κόχραν τον τοποθέτησε στη ναυαρχίδα του, τη φρεγάτα «Ελλάς», και ο νεαρός Βοναπάρτης αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα.
Η φρεγάτα «Ελλάς» είχε φτάσει στην Ελλάδα το 1826, μετά από μια πολυτάραχη πορεία. Το 1825, η ελληνική κυβέρνηση είχε παραγγείλει την κατασκευή δύο φρεγατών από ένα αμερικανικό ναυπηγείο στη Νέα Υόρκη. Το ένα από τα πλοία, το «Liberator», πωλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η άφιξη του δεύτερου, της «Ελλάς». Το πλοίο απέπλευσε από τη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του 1826 με ένα αντιφατικό πλήρωμα, το οποίο προσπάθησε δύο φορές να πουλήσει το σκάφος, πρώτα στην Κολομβία και μετά στον Ιμπραήμ Πασά. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν χάρη στην επέμβαση του ναύαρχου Ανδρέα Μιαούλη και των τοπικών ναυτικών.
Ο Πώλ Βοναπάρτης, που είχε ενταχθεί στο πλήρωμα της «Ελλάς», συγκινήθηκε βαθιά από τον ηρωισμό της Ελληνικής Επανάστασης και ιδιαίτερα από την ιστορία της Λένως Μπότσαρη, κόρης του Νότη Μπότσαρη. Όταν έμαθε ότι ο Νότης Μπότσαρης είχε σπίτι στην Τροιζήνα, επιδίωξε να τον γνωρίσει. Ο γέρος Σουλιώτης εντυπωσιάστηκε από τον νεαρό πρίγκιπα και, σύμφωνα με τις πηγές, σχεδίαζε να τον παντρέψει με μια συγγενή του.
Ωστόσο, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Στις 25 Αυγούστου (6 Σεπτεμβρίου) 1827, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού προς τις Σπέτσες, ο Πώλ τραυματίστηκε θανάσιμα καθώς καθάριζε το όπλο του. Ο θάνατός του προκάλεσε φήμες ότι δεν ήταν ατύχημα, αλλά ενδεχόμενη δολοφονία, καθώς ο Κόχραν υπήρξε ύποπτος για την εξυπηρέτηση βρετανικών συμφερόντων έναντι της Γαλλίας. Ο Αμερικανός φιλέλληνας γιατρός Σάμιουελ Χάου, που προσπάθησε να σώσει τον Πώλ, ανέφερε ότι ο Κόχραν έκλαιγε σαν παιδί όταν έμαθε ότι το τραύμα ήταν θανατηφόρο.
Το σώμα του νεαρού Βοναπάρτη μεταφέρθηκε στη μονή Αγίου Νικολάου στις Σπέτσες, όπου οι μοναχοί το φύλαξαν για πέντε χρόνια μέσα σε ένα βαρέλι γεμάτο ρούμι. Το 1832, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το σώμα του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε σε μαυσωλείο στο νησί Σφακτηρία, κοντά στους Γάλλους ναύτες που έπεσαν στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Η ιστορία του Πώλ Μαρί Βοναπάρτη παραμένει ένα από τα πιο συγκινητικά και μυστηριώδη κεφάλαια της ελληνικής επανάστασης, ενώ η μνήμη του τιμάται μέχρι σήμερα.