Το καλοκαίρι του 1965, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ένας νεαρός καλλιτέχνης που μόλις είχε κυκλοφορήσει το πρώτο του δισκάκι με τίτλο «Το Νέο Κύμα στο ελληνικό τραγούδι», βρέθηκε στις Σπέτσες, στο εμβληματικό κλαμπ «Καρνάγιο».
Εκεί, σε ένα παλιό ναυπηγείο με καμάρες στο Παλιό Λιμάνι, έζησε τρεις μήνες γεμάτους μουσική, φιλίες και ανεμελιά, που σφράγισαν την καλλιτεχνική του πορεία. Πλαισιωμένος από τη «χρυσή νεολαία» του νησιού και προσωπικότητες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις και η Μελίνα Μερκούρη, ο Σαββόπουλος βίωσε ένα «μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι», όπως το περιγράφει στο βιβλίο του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (Εκδόσεις Πατάκη, 2024).
Αυτή η περίοδος, γεμάτη δημιουργικότητα και ανθρώπινες συνδέσεις, αποτυπώνει την αφετηρία μιας σπουδαίας καριέρας και την ατμόσφαιρα μιας εποχής που πάλλεται ακόμα στις αναμνήσεις του.


Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Ο Διονύσης Σαββόπουλος για το Καρνάγιο.
«Την άνοιξη του ΄65 κυκλοφόρησε το πρώτο μου σαρανταπεντάρι με τέσσερα τραγούδια και με τίτλο «Το Νέο Κύμα στο ελληνικό τραγούδι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του». Και με τη φωτογραφία που με είχε τραβήξει ο Άλκης Σαχίνης.
Το δισκάκι δεν πήγε άσχημα. Εμφανίστηκαν φιλικά δημοσιεύματα, κάτι έκανε και στα δισκάδικα του κέντρου. Άρχισα να βλέπω χαμόγελα γύρω μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω την ευτυχία να περιμένω στη στάση του λεωφορείου και δίπλα μου ξαφνικά ένας άγνωστος να σφυρίζει το «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη». Ή να περνάω από ένα δικοπωλείο και να βλέπω στη βιτρίνα τη φάτσα μου ανάμεσα σε διασημότητες.
Και επειδή το ένα καλό φέρνει το άλλο, ιδού: εξασφάλισα δουλειά για όλο το καλοκαίρι. Ο πιανίστας Πάνος Τριανταφυλλίδης είχε αναλάβει να φτιάξει το καλλιτεχνικό πρόγραμμα στο κλαμπ «Καρνάγιο» στις Σπέτσες. Πήρε εμένα και άλλα δυό παιδιά. Αρχίσαμε να παίζουμε σ’ αυτό το παλιό ναυπηγείο με τις καμάρες στο Παλιό Λιμάνι στα μέσα Ιουνίου. Ήμουν τρελός από χαρά. Είχα εξασφαλίσει μεροκάματο για τρεις μήνες. Το πρόγραμμα πήγαινε πολύ καλά, πήγα στο κουρείο στην Ντάπια, κουρεύτηκα, έραψα στον ράφτη μακρύ παντελονάκι μπλε σαξ κι αγόρασα πουκαμίσες μοδάτες. Το βράδυ στο «Καρνάγιο» κατέφθανε χρυσή νεολαία. Όλα τους παιδιά καλών οικογενειών με καλή ανατροφή, καλλιεργημένα, μερικά από αυτά ήταν σε σχολεία ή κολέγια του εξωτερικού και έρχονταν τα καλοκαίρια στους γονείς τους.
Κάναμε παρέα, λάμπανε αυτά τα παιδιά, τα ερωτεύτηκα όλα μαζί, τα θυμάμαι όλα. Την Ντόλα Μάτσα, τον Παύλο Καλλιγά, τον Κώστα Θεοφιλόπουλο, τον Γιάννη Πυργιώτη, την Ελένη Ταπτά, την Ειρήνη Χαριτάτου, τη Βάνα Βερούτη, τον Λεωνίδα Βογιατζόγλου (σ.σ.εννοεί Βογιαζίδη), τη Φωτεινή Αργυροπούλου, τον Νικόλα Πιλαβάκη, τον Ντέιβιντ Σουλτσμπέργκερ και τον φίλο του τον Όλιβερ, που τραγουδούσε υπέροχα, τις αδερφές Λεμπέση, την Ελενη Μελισσάρη, τον Κυριάκο Σουτζόγλου…όλους τους θυμάμαι, αλλά ξεχνάω κάποια ονόματα. Κάναμε μπάνιο κάτω απ’ τον Άγιο Νικόλαο, πίναμε καφέδες στην Ντάπια ή στον «Βασίλη» (σ.σ. εννοεί τον Καπελογιάννη) και το βράδυ στο «Καρνάγιο» τραγουδούσαμε, γελούσαμε ή σωπαίναμε κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό.
Εν τω μεταξύ, καταπλεύσανε στις Σπέτσες η Μελίνα Μερκούρη με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ζυλ Ντασσέν. Κάποια παραγωγή ετοιμάζανε για την Αμερική και ο Χατζιδάκις ως συνήθως ήταν αναβλητικός, καθυστερούσε κτλ. Οπότε υποθέτω ότι τον ψήσανε να κάνουνε διακοπές μαζί, να τον έχουν πλάι τους να τον ελέγχουν. Του βρήκανε και πιάνο στο σπίτι της θείας του Καλλιγά, όλη μέρα δούλευαν και το βράδυ κατέφθαναν στο «Καρνάγιο». Του Χατζιδάκι του άρεσε το τραγούδι μου «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο δυό» και μου το ζητούσε κάθε βράδυ, με το αξιαγάπητο ψεύδισμά του κι αυτός:
-Διονύση, τα κογίτσια, τα κογίτσια!
……..Ήμουν ευτυχισμένος. Είχα δίσκο στην αγορά, είχα δουλειά, άκουγα επιτέλους καλά λόγια για τα τραγούδια μου, είχα φίλους, ήταν ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι. Ύστερα σιγά σιγά ο καιρός άρχισε να ψυχραίνει. Γιορτάστηκε και η «Αρμάτα» και τα μαζέψαμε πιά και γυρίσαμε στην Αθήνα.»
Απόσπασμα απ’ το βιβλίο «ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΧΥΜΑ» ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ 2024