Από τη γαλέτα στο άρωμα της μνήμης
Επιμέλεια: Ελένη Χριστοδούλου
Οι παραδοσιακοί φούρνοι της Ύδρας ήταν κομμάτι της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού. Δεν ήταν απλώς χώροι παραγωγής, αλλά σύμβολα μιας εποχής όπου το ψωμί και η γαλέτα ήταν αναγκαία, το επάγγελμα σεβαστό και η κοινωνία δεμένη με ζύμη και αγάπη.
Σήμερα, καθώς οι επισκέπτες περιπλανώνται στα σοκάκια της Ύδρας και μαγεύονται από την αρχοντιά της, πίσω από κάποιες πέτρινες προσόψεις μπορεί να κρυβόταν ένας φούρνος που να έθρεψε γενιές.
Πριν το 1940, στην Ύδρα της ναυτοσύνης και της αρχοντιάς, η ιστορία των προπολεμικών αρτοποιείων αποτελεί ένα από τα πιο αυθεντικά κεφάλαια της τοπικής ζωής.
Η αρτοποιία δεν εξυπηρετούσε μόνο ανάγκες επιβίωσης, αλλά και ανάγκες μνήμης, παράδοσης και κοινωνικής συνοχής. Οι φούρνοι, διασκορπισμένοι σε κάθε γωνιά της Χώρας της Ύδρας και των συνοικιών της, υπήρξαν τόποι ζωντανοί, γεμάτοι ήχους, μυρωδιές και ιστορίες.
Την εποχή εκείνη, οκτώ ήταν τα αρτοποιεία στο νησί με σημαντικότερο ίσως εκείνο του Γιάννη Β. Βερβενιώτη, στην περιοχή του Νέου Κόσμου – εκεί όπου σήμερα στέκεται το ξενοδοχείο «Greco» του Λυκούργου Κεραμίδα. Ο φούρνος αυτός παρήγε το 80% της γαλέτας που προμήθευε τα σφουγγαράδικα. Η γαλέτα ήταν το τραγανό, ανθεκτικό ψωμί που συνόδευε τους ναυτικούς στα μακρινά τους ταξίδια.
Άλλα αρτοποιεία στο νησί ήταν του Χρήστου και του Κωστή Γιακαλή, που διατηρούσαν ο καθένας τον δικό του φούρνο. Ο πρώτος φούρνος ήταν στο σημερινό κατάστημα της Αθηνάς Ρούσση, με προέκταση προς τον ξενώνα «Γλάρο» του Νίκου Χιώτη, και ο δεύτερος απέναντι από τον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης.
Στην παραλία του νησιού, ο φούρνος του Ευάγγελου Σιάκου, που αργότερα περιήλθε στον Νικόλαο Σαΐτη, εξυπηρετούσε τη ζωντανή εκείνη συνοικία. Σήμερα, στον χώρο αυτόν βρίσκονται τα καταστήματα του Θεόφιλου Σαΐτη και της Νεκταρίας Σουρέλη.
Ο Ζαφείρης Παρασκευόπουλος ήταν ο μόνος που άλλαξε τοποθεσία στον φούρνο του, από το κατάστημα της Κλειούς Σουρέλη-Βούλγαρη στον σημερινό ξενώνα «Κίρκη». Αργότερα, ο χώρος αυτός φιλοξένησε το αρτοποιείο του Μανιάτη Νίκου Γεωργοπαπαδάκου. Ενώ λίγο πιο πάνω, στον σημερινό ξενώνα «Botsis» λειτουργούσε το αρτοποιείο του Αντώνη Μπότση.
Στο στενό της οδού Αντωνίου Οικονόμου, αριστερά στους ανερχομένους, στεγαζόταν το αρτοποιείο του Ευάγγελου Τσιγκάρη. Λίγο πιο πάνω, στο σημείο όπου είχε ανοίξει φούρνο ο Ζαφείρης Παρασκευόπουλος, έκαναν την εμφάνισή τους κάποιοι «πρόσφυγες» με μηχανοκίνητο αρτοποιείο, προκαλώντας έκπληξη στην τοπική κοινωνία με την τόλμη της καινοτομίας τους.
Δεν έλειπαν, φυσικά, και εκείνοι που έψηναν ψωμί στο σπίτι τους και το πουλούσαν στις γειτονιές. Όπως ο περίφημος «Κλάψας» – ένα παρωνύμιο πιθανόν που έμεινε στη μνήμη των παλαιοτέρων. Στα Καμίνια ενδεχομένως να υπήρχαν και εκεί ανάλογες σπιτικές αρτοποιίες.
Ξεχωριστή περίπτωση στη Χώρα υπήρξε η οικογένεια Χαλκίδη, τρεις γενιές αρτοποιών, με αρχηγό τον Γιώργη, που λειτούργησαν τον δικό τους σύγχρονο φούρνο με πειθαρχία και προσήλωση. Μεταφέρθηκαν δίπλα στην οικία του Γιάννη Αν. Καραμήτσου και άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην υδραίικη κοινωνία.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότεροι από αυτούς τους φούρνους είχαν το δικό τους γαϊδουράκι, φορτωμένο με δύο μεγάλα κοφίνια. Μικροί για θελήματα μετέφεραν με το γαϊδουράκι το ψωμί στα σπίτια της Χώρας. Αυτές ήταν εικόνες απλότητας, καθημερινές τελετουργίες, που σήμερα μοιάζουν με θρύλους μιας άλλης εποχής.
Από την έντυπη έκδοση