ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Θα βγω περίπατο με τους παλιούς δασκάλους και τους υδραίους φίλους - Η ιστορική ταβέρνα της κυρά Σοφίας

Γράφει ο Μανόλης Τσακίρης - 

 

Η παλιά ταβέρνα της κυρά Σοφιάς υπήρξε για δεκάδες χρόνια το στέκι των ψαράδων, των σφουγγαράδων και των πετράδων του μονάκριβου νησιού. Και αργότερα, επιλογή για πολλά χρόνια επίσης, των ανθρώπων που αγαπούσαντην Ύδρα και έμειναν για πάντα στο νησί.

 

Η ταβέρνα αυτή είχε την ατμόσφαιρα εκείνου του καιρού που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, που ο κόσμος  εκφραζότανε μεσ’ τα άπειρα γραφικά ταβερνάκια, όπως του Γαβρίλη στην άκρη του Καμινιού, της Μαριγούλας στην Γκουρμάδα, του Ντούσκου στην Ξερή Ελιά, του Καλαμαρά, του Φίλιππα κοντά στο γήπεδο και αργότερα του Ζωγραφάκη.

 


Η κυρά Σοφιά ήταν περήφανη και δικαίως για την καταγωγή της. Κατάγονταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας, γενέτειρας του μέγιστου αρχηγού του Αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας από τους Μωαμεθανούς, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

 


Ακόμα και σήμερα, διαβάτη, όταν περάσεις απ’ τη χαράδρα στα Δερβενάκια…..θα ακούσεις τη φωνή του Γέρου του Μωριά… «Με του Χριστού την πίστη την αγία μαζί μας, απάνω τους, βρε Έλληνες».
Η κυρά Σοφιά αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους του νησιού, κυρίως τα μικρά παιδιά. Όποιο παιδί κι αν περνούσε από το μαγαζί, κάτι θα του έδινε. Όμως, ήταν και πολύ ζόρικη σε κάθε άγαρμπη συμπεριφορά των καπεταναίων με τα πληρώματα τους βουτηχτάδες πριν ξεκινήσουν για την Βεγγάζη.

 


Εν πολλοίς, οι συμφωνίες γινόντουσαν στην ταβέρνα της. Όταν έβλεπε από τις συζητήσεις ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ανάμεσα στους καπεταναίους και τους βουτηχτάδες, έμπαινε στη μέση και τα ‘βαζε με τους καπεταναίους συνήθως.
«Δώστε κάτι παραπάνω στα παιδιά. Συμπατριώτες είστε, για να χαρείτε κι εσείς στην επιστροφή, όταν χτυπάνε χαρμόσυνα οι καμπάνες της Παναγιάς κι όλη η Ύδρα κατεβαίνει στο λιμάνι να καλωσορίσει τα παιδιά χωρίς μαυροφορεμένες γυναίκες. Τα κορίτσια και τα αγόρια, ντυμένα με τα καλά τους περίμεναν τους αδελφούς, τους παππούδες, τους αγαπημένους στο λιμάνι.
-Άντε μπράβο ρε παιδιά. Ας τσουγκρίσουμε για δίκαιες συμφωνίες και καλή πατρίδα, παλληκάρια. Και τούτο το τραπέζι είναι κέρασμα από μένα».
Και δώστου κρασί, δώστου χορό, δώστου τραγούδι.

 

Τις στιγμές αυτές δεν τις έζησα εγώ, αλλά τις ένοιωσα ζωντανά από τις διηγήσεις της κυρά Σοφιάς και του Λευτέρη του Αραπογιάννη, καλή του ώρα, που για πολλά χρόνια μπαρκάριζε με τα βουτηχτάδικα, κι ήταν αυτός που επανέφερε στους βουτηχτάδες, όταν τους έλειπε οξυγόνο από τη μεγαλύτερη παραμονή τους στο βυθό.
 
 
Από τον Λευτέρη, λοιπόν, που η κύρια δουλειά του ήταν οικοδόμος, όπως και τα τέσσερα άλλα αδέλφια του, άκουσα τραγικές ιστορίες για την περίοδο εκείνη του 1950 περίπου, για την απάνθρωπη συμπεριφορά ορισμένων καπεταναίων προς τους βαριά χτυπημένους από τη νόσο του βυθού σφουγγαράδες.
 
 
Όταν πια δεν μπορούσαν να καταδυθούν, για να μην διεκδικήσουν άλλοι το ποσοστό με το οποίο είχαν συμφωνήσει, τους άφηναν στα Ασπρονέρια της Λιβύης , δίνοντάς τους οι αθεόφοβοι, αντί για ασπιρίνη, το μάτι του λιθρινιού, μερικά παξιμάδια και λίγο νερό, γιατί υποτίθεται ότι την άλλη μέρα θα ερχόντουσαν να τους πάρουν, για να τους πάνε στους γιατρούς στη Βεγγάζη.
Κοντά στην αμμουδιά στ’ Ασπρονέρια της Λιβύης άφηναν τα κόκκαλά τους οι άτυχοι αυτοί σφουγγαράδες.
 
 
Αγαπητέ φίλε που διαβάζεις αυτό το κείμενο, μη θαρρείς ότι θα χαριζόμουνα αν ανάμεσα σε αυτούς τους εγκληματίες θα υπήρχαν Υδραίοι καπεταναίοι.
Όχι, ποτέ δεν άφησαν ανυπεράσπιστους οι Υδραίοι Καπεταναίοι τους σφουγγαράδες. Αυτό με διαβέβαιωσε ο συνομιλητής μου, Λευτέρης Αραπογιάννης, η μεγάλη αγάπη της κυρά Σοφιάς.
Όταν τα ήσυχα βράδια είχανε πάψει οι αγέρηδες στις σπηλιές των βουνών της Ύδρας, η κυρά Σοφιά, ήταν η μόνη που άκουγε από πενήντα μέτρα να έρχεται στο ταβερνάκι με τα βαριά αντρίκια βήματά του, ,όπως έλεγε, ο Λευτέρης. Το έζησα αυτό κι εγώ ο ίδιος, όταν περίμενα τον Λευτέρη να μοιραστούμε μια καλή ψαριά, μαγειρεμένη από τα άγια χέρια της κυρά Σοφιάς.
«Τον ακούς Μανόλη; Έρχεται. Έρχεται.»
«Ποιος έρχεται, κυρά Σοφιά;» της είπα γελώντας. «Ο Βασιλιάς;»
«Μακάρι να ερχόταν ο βασιλιάς πάνω στο άλογό του».
Ήταν και οπαδός της βασιλείας η κυρά Σοφιά.
Μιας και μιλάμε γι αυτούς τους καιρούς, τους βουτηχτές, τους πετράδες, θυμάμαι μια καταπληκτική σκηνή που ελάμβανε χώρα στην παραλία του νησιού κάθε Σάββατο.
Οι εργολάβοι, αρχιτεχνίτες, όπως ο Λευτέρης και τα άλλα αδέλφια, αλλά και άλλοι αρχιμάστορες έβγαζαν τα λεφτά από την τσέπη και πλήρωναν τους εργάτες ανοιχτά στην παραλία. Μια πρωτόγνωρη σκηνή που είχε όμως μια γνησιότητα, μια αλήθεια.
Η κυρά Σοφιά, ως το τέλος της ζωής της έμεινε πάντα η ίδια. Όμως ο χρόνος, όπως ξέρουμε όλοι, είναι αμείλικτος. Δεν μπορούσε πια να εξυπηρετήσει πολλούς ανθρώπους στο ιστορικό ταβερνάκι. Εμείς όσο μπορούσαμε την βοηθούσαμε, στρώναμε τραπέζια, μοιράζαμε φαγητά, κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Είχαμε γίνει πια μέλη της οικογένειας, σε τέτοιο σημείο, που ένα βράδυ που είχαν φύγει όλοι κι εγώ ετοιμαζόμουνα να ξυπνήσω τα παιδιά μου, τον Αλέξανδρο 7 χρόνων και τον Αντώνη 11 χρόνων, που όπως συνήθως κοιμόντουσαν στο διπλό κρεββάτι δίπλα στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, την ακούω να μου λέει:
«Στάσου, Μανόλη. Μην ξυπνάς ακόμα τα παιδιά».
Κοιτώντας γύρω-γύρω, λες κι έψαχνε κάποιον στην άδεια ταβέρνα, μου είπε συνωμοτικά:
«Τώρα που είμαστε οι δυο μας και δεν πρόκειται να ‘ρθει κανείς, θέλω να μου γράψεις τη διαθήκη μου»
Τρόμαξα κάπως. Δεν είναι και εύκολο να σου ζητάει κάποιος να γράψεις τη διαθήκη του. Μου ‘δωσε ένα μπλοκ, ήταν έτοιμη και μου ‘πε: «Γράφε!»
 
Κι άρχισε να μου λέει με ακρίβεια πού, πώς και σε ποιους θα αφήσει ό,τι έχει ως προσωπική της περιουσία στην Ύδρα. Η διαθήκη αυτή δεν ξέρω αν εφαρμόστηκε όπως μου την είπε εκείνο το βράδυ. Αλλά δεν νομίζω ότι την άλλαξε σε κανένα σημείο, αν κρίνω από τα πρόσωπα που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται την περιουσία της. Και αυτή είναι η Παναγιώτα, η αγαπημένη της ανεψιά και ο Λεωνίδας. Και κράτησαν αυτή την ταβέρνα στα βήματα της κυρά Σοφιάς, αλλά επιπλέον έκαναν γνωστό το μαγαζί σε Ευρώπη και
Αμερική. Περιοδικά σημαντικά έγραψαν τα καλύτερα λόγια για την ταβέρνα των παλιών σφουγγαράδων που δεν άλλαξε σε τίποτα ως σήμερα. Μεγάλη βοήθεια έδωσε στο μαγαζί ο Λεωνίδας που ήταν πολύγλωσσος και επιτυχημένος επιχειρηματίας στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη.
 
 
Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ένα ιδιαίτερο γεγονός. Το Μεγάλο Σάββατο ως συνήθως οι ταβέρνες και τα εστιατόρια είναι κλεισμένα πολύ πριν από την Ανάσταση.
 
 
Η οκταμελής οικογένεια του πασίγνωστου οφθαλμίατρου, Στέφανου Δημόπουλου, διευθυντή της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ και εδώ και πολλά χρόνια οικογενειακού μας φίλου, δεν εύρισκε εστιατόριο για να γευτεί την παραδοσιακή μαγειρίτσα. Απογοητευμένοι γύριζαν στο σπίτι τους και καθώς περνούσαν κάτω από την ταβέρνα της κυρά Σοφιάς, βγήκαν για να τους ευχηθούν για την Ανάσταση η Παναγιώτα και ο Λεωνίδας.
 
 
Ο Στέφανος Δημόπουλος τους ευχήθηκε και τους είπε, ότι καθώς τα πάντα είναι πιασμένα δεν μπορέσανε να γευτούν την παραδοσιακή μαγειρίτσα. Η Παναγιώτα και ο Λεωνίδας αμέσως τους προσκάλεσαν να πάνε απάνω επίμονα. Και εν ριπή οφθαλμού στρώθηκε ένα Αναστάσιμο τραπέζι με πολλή αγάπη.
Έτσι η οικογένεια του Στέφανου Δημόπουλου, παλαιού και σταθερού μας φίλου, τελείωσε αυτή την όμορφη μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας με τον καλύτερο τρόπο, χάρις στην Παναγιώτα και τον Λεωνίδα.
 
 
Αλλά ας γυρίσουμε πάλι στην κυρά Σοφιά, που υπερηφανευόταν πάντα για τη δύναμη των χεριών της. Σε κάθε χειραψία που επιζητούσε η ίδια, κάναμε όλοι… « Ωχ, βρε κυρά Σοφιά, θα μου σπάσεις το χέρι..»
Όμως τα χρόνια πέρασαν κι όπως ήταν φυσικό η κυρά Σοφιά δεν μπορούσε να σφίξει δυνατά τα χέρια. Έτσι, όλοι εμείς οι κοντινοί φίλοι σκαρώσαμε μια συνωμοσία. Ότι, όταν μας χαιρετούσε η κυρά Σοφιά, θα ουρλιάζαμε δήθεν από τον πόνο. Το κόλπο έπιασε και στάθηκε πολύτιμο για εκείνην που νόμιζε ότι αντέχει ακόμα.
Όταν βρισκόμασταν μόνοι και είχε τα κέφια της, έβγαζε τη φυλλάδα με τη διαθήκη που την είχε κάτω από το τριπλό τραπεζομάντηλο της κουζίνας.
«Έλα, βρε Μανόλη. Διάβασέ μου τη πάλι».
«Βρε, κυρά Σοφιά» της απαντούσα. «Άλλαξε κάτι από όσα έχουμε γράψει;»
«Όχι. Όχι. Αλλά θέλω να την ξανακούσω»
Αυτό γινόταν μέχρι να ‘ρθουν οι πρώτοι πελάτες στο ταβερνάκι.
Να τος κι ο Λευτέρης ο Αραπογιάννης. Μετά το τρίτο μισόκιλο η κυρά Σοφιά έδωσε την παραγγελιά της στον Λευτέρη. Κι αυτός βέβαια ποτέ δεν της χάλαγε χατίρι. Άρχιζε ο Λευτέρης με τη βροντερή φωνή του κι όπως έλεγε ο μεγάλος μας ποιητής …. « τραντάζονταν τα γυαλικά στα ράφια».
«-Με το βουνό θα γίνω φίλος
Και με τα δένδρα συντροφιά
Ν’ ακούγεται στην ερημιά
Ο πόνος μου και η πενιά»…
«Άντε, κυρά Σοφιά» της έλεγα, «η σειρά σου τώρα».
 
Κι άρχιζε εκείνη και βρόνταγε το ταβερνάκι απ’ τη φωνή.
«του Κίτσου η μάνα κάθονταν
Στην άκρη στο ποτάμι
Με το ποτάμι μάλωνε
Και το πετροβολούσε
Ποτάμι για λιγόστεψε
Ποτάμι γύρνα πίσω
Για να περάσω αντίπερα
Που χουν οι κλέφτες σύναξη
Κι ούλοι οι καπεταναίοι»….
Αχ! βρε Κυρά Σοφιά. Μύρο στο κοκκαλάκι σου!
 
 
Μανόλης Τσακίρης
 

Διαβάστε επίσης

Επιστολή απόγνωσης: Μηδενική η ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε Τροιζηνία, Πόρο και ΎδραΤΡΟΙΖΗΝΑ

Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Τομέας της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε Πόρο, Τροιζηνία και Ύδρα, καταγγέλλει με επιστολή της προς τη διοίκηση της 2ης Υ.Π.Ε., το Υπουρ...

Ο Ντέιβιντ Γκίλμορ των Pink Floyd διαφημίζει την Ελλάδα με το νέο του βίντεο κλιπ -Ωδή στην Ύδρα και στον Κοέν [βίντεο]Ύδρα

Κατερίνα Ι.Ανέστη     Μπορεί μεγάλο μέρος των τουριστών να μην μπορούν να επισκεφθούν φέτος τη χώρα μας, όμως ο θρυλικός Ντέιβιντ Γκίλμορ φέρνει την Ελλάδα και δη την Υδρα σε αυτού...

Σύλληψη τριών δραστών που έκλεβαν κουπόνια από την Ανταποδοτική Ανακύκλωση στην ΎδραΎδρα

Την Κυριακή 5 Ιουλίου άνδρες της υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Ύδρας συνέλαβαν τρεις Σύριους στην παραλία του νησιού την ώρα που έφευγαν, έχοντας αποσπάσει από το Μηχάνημα Αντ...

Δημοπρατούνται τα έργα ανάπλασης και λιθόστρωσης στις γειτονιές της ΎδραςΎδρα

Στα έργα ανάπλασης και λιθόστρωσης που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα αναφέρθηκε ο Δήμαρχος Ύδρας Γιώργος Κουκουδάκης. Ο κ. Κουκουδάκης δήλωσε σχετικά: "Μετά την ανάπλαση της πλ...