Το Saronic Magazine αποχαιρετά με μεγάλη θλίψη τον διακεκριμένο δημοσιογράφο, ιστορικό, λογοτέχνη και φίλο του περιοδικού και της Αίγινας Θεόδωρο Καρζή, ο οποίος απεβίωσε χθές, σε ηλικία 96 ετών, αναδημοσιεύοντας το άρθρο που έγραψε το 2011 στο περιοδικό μας, για την αγαπημένη του Αίγινα.
Η πολιτική κηδεία του Θεόδωρου Καρζή θα γίνει τη Δευτέρα 25 Ιουλίου, στις 10 π.μ. στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Μου αρέσει... Δεν μου αρέσει
Η ομοταξία των Παρασκευάδων, που μοιράζεται ανάμεσα στον νησιωτικό και ηπειρωτικό βίο, σαν μια ζωή με δύο... ερωμένες.
«Παρασκευάδες» έχει επονομάσει η λαϊκή θυμοσοφία κάποιες γνωστές στην Αίγινα διχασμένες προσωπικότητες, όπου το 75% της ύπαρξής τους εδρεύει στον ηπειρωτικό χώρο και το 25% στον νησιωτικό. Επειδή ο υπογραφόμενος συμβαίνει να ανήκει σε αυτήν ακριβώς την ομοταξία των Παρασκευάδων, θα εκμεταλλευτεί την απρόσμενη ευκαιρία να καταγράψει τι του αρέσει και τι δεν του αρέσει από τον νησιωτικό του βίο. Κι οποιανού αρέσει – που λέει ο λόγος.
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να απολαμβάνω το ανοιξιάτικο τοπίο του νησιού. Με την κυματιστή πρασινάδα των βουνών του, με τα ποικιλόχρωμα αυτοφυή λουλούδια του, με την αστραφτερή ασημόχρυση θάλασσά του και με τα αρώματα που αποπνέει απλόχερα το πάθος της φύσης.
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να επιδίδομαι σε θαλάσσια αθλήματα και σε υποβρύχιο ψάρεμα. Το οποίο (ειρήσθω εν παρόδω) παρέχει και μια εγγύηση ότι το ψάρι δεν είναι ούτε μπαγιάτικο ούτε αποψυγμένο και ξανά κατεψυγμένο.
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να κάθομαι στην παραλία, κατά προτίμηση στο… –αλλά ας μην κάνουμε τζάμπα διαφήμιση–, να πίνω το τσιπουράκι μου, να διαβάζω τα νέα της ημέρας, που είναι της προηγούμενης ή της προ-προηγούμενης, και να τυρβάζω με το πηγαινέλα των διερχομένων, μήπως και καμακώσω κανέναν γνωστό να τα πούμε.
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να βρίσκομαι στα πεύκα το πρωί για τον καφέ και στην ταβέρνα το βράδυ για τη γαστρονομική ασυδοσία (των άλλων), να περιδιαβάζω τις πολιτιστικές εκδηλώσεις για τα φιστίκια, για τον Μπετόβεν, για τις ελιές και για τα χαϊμαλιά, καθώς και να μοιράζω «καλημέρες» σε φάτσες οικείες αλλά θολής έως άγνωστης ταυτότητας, υποτονθορύζοντας «μωρέ, πού τον ξέρω αυτόν»… Τα θετικά, τέλος.
Για να παραφράσουμε τον «Δρόμο», «Η πόλη έχει τη δική της ιστορία κι είναι γραμμένη στην καρδιά μου με μπογιά»
Για όποιον τυχόν διερωτάται περί των αρνητικών, ιδού:
ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να πληρώνω 100 ευρώ (αυτοκίνητο και 2 άτομα) για να «πεταχτώ» αλε-ρετουρ – πού; Στην Αίγινα, μισή πιθαμή και μια δρασκελιά από τον Πειραιά. Αν δεν ήταν η θάλασσα, θα έκανα τη διαδρομή με τζόκινγκ.
ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να διασχίζω λεωφόρους γεμάτες από λάκκους και τρύπες, συγκρατώντας με κόπο τα σεισμόπληκτα σωθικά μου. «Πολύτρυπος νήσος» έχει χαρακτηριστεί από κάποιο σκωπτικό πνεύμα – δεν θυμάμαι το όνομά του.
ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ η νεότευκτη πλαστικοποιημένη παραλία, έστω και αν ο όποιος εμπνευστής της διεκδικήσει το Βραβείο Νόμπελ Καλαισθησίας ή και τη μισή δεόντως από τα ταμεία των ζαχαροπλαστών. ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να είμαι τακτικός συνδρομητής ηλεκτρολόγων, υδραυλικών, βαφέων ή διδακτόρων της κηποτεχνικής. Και μάλιστα, σε σπίτι όπου, όσο πιο αραιά πηγαίνεις, τόσο πιο πολλές ανωμαλίες βρίσκεις. ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να βλέπω μπάζα και σκουπίδια πεταμένα οπουδήποτε, δεξιά και αριστερά στους δρόμους. Δυστυχώς, η Αίγινα διαθέτει αγαθά τετράποδα που σφάζονται για το Πάσχα και κακά δίποδα που παραμένουν άσφαχτα.
ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ να βλέπω την Αφαία κουτσουρεμένη και να πληροφορούμαι ότι ιδιοκτήτρια του ενός τρίτου είναι η Άνγκελα Μέρκελ. Εδώ ΔΕΝ τελειώνουν τα αρνητικά, τελειώνει η σελίδα. Θα επιθυμούσα πολύ να αποποιηθώ την ιδιότητα του Παρασκευά, μετατρεπόμενος σε Τεταρταίο, Τριταίο, Δευτεραίο. Ή, ακόμη, και να αποποιηθώ την ιδιότητα του Αθηναίου, υπέρ του Αιγινήτη. Όμως, όταν ο άνθρωπος έχει δύο ερωμένες, μία νησιωτική και μία ηπειρωτική, τα πράγματα περιπλέκονται. Η νησιωτική έχει βέβαια το μέγα προσόν να είναι πιο νέα και πιο φρέσκια, αλλά έλα που η ηπειρωτική, όπως «ο παλιός είναι αλλιώς», έτσι και αυτή διεκδικεί τα απαράγραπτα δικαιώματά της… Για να παραφράσουμε τον «Δρόμο», «Η πόλη έχει τη δική της ιστορία κι είναι γραμμένη στην καρδιά μου με μπογιά»…
Αυτά παθαίνουν οι Δον Ζουάν με τις πολλές ερωμένες…
Του Θεόδωρου Καρζή