Οι «αντάρτες της τέχνης» και τα γκράφιτι της καραντίνας – Ρεπορτάζ του Κώστα Αργυρού
Οι γκραφιτάδες που χρωμάτισαν με τις παρεμβάσεις τους τις ημέρες της καραντίνας πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, με αιχμή συνήθως την υποστήριξη των εργαζόμενων της υγείας και την αργοπορία πολλών κυβερνήσεων.
Παλιά τους αποκαλούσαν «αντάρτες της τέχνης» επειδή συνήθως έβγαιναν τη νύχτα και χρωμάτιζαν τους τοίχους των μεγαλουπόλεων, στέλνοντας τα δικά τους αντισυμβατικά, συχνά και προκλητικά μηνύματα. Πολλοί κατέληγαν να κάνουν αγώνες δρόμους με την αστυνομία, και καμιά φορά να διανυκτερεύουν σε κάποιο κελί, εδικά όταν τολμούσαν να εκφραστούν σε χώρους πέρα από παρατημένες πολυκατοικίες με ετοιμόροπους τοίχους. Δεν τους ένοιαζε αν την επόμενη μέρα κάποιοι θα αναλάμβαναν να καλύψουν και πάλι με μπογιά τις δημιουργίες τους. Κάτι που όπως υποστηρίζει η αστυνομία του Βερολίνου μπορεί και να κοστίζει ετησίως γύρω στα 200 εκατομμύρια ευρώ.
Αργότερα οι γκραφιτάδες αναγνωρίστηκαν ως εκπρόσωποι μιας ατίθασης, αλλά ειλικρινούς τέχνης. Πόλεις τους αφιέρωσαν χώρους για να εκφραστούν, τους ανέθεσαν φιλόδοξα πρότζεκτ, οργάνωσαν φεστιβάλ με διεθνείς συμμετοχές. Μεγάλα μουσεία τους πλήρωσαν αμυδρά για να να φιλοξενήσουν εκθέσεις τους. Κάποιοι έγιναν mainstream και εξαργύρωσαν με πλουσιοπάροχες αμοιβές και κσσμικές εμφανίσεις την απαξίωση των παλιών συντρόφων τους στο δρόμο, που αισθάνθηκαν προδομένοι. «Οτι είναι νόμιμο δεν είναι γκράφιτι« έλεγε ένα σύνθημα των Ιταλών πρωτοπόρων του είδους, που απολάμβαναν όχι μόνο την έκπληξη, που προκαλούσαν τα έργα τους σε αγουροξυπνημένους πολίτες, αλλά κυρίως αναζητούσαν την αδρεναλίνη στο νυχτιάτικο κρυφτούλι με καραμπινιέρους και κάθε λογής φύλακες.
Το γκράφιτι παραμένει όμως μια τέχνη του δρόμου, αυθεντική, ατίθαση και συχνά αντισυστημική. Το απέδειξαν εκατοντάδες εκπρόσωποί του αυτούς τους τελευταίους μήνες της πανδημίας με έργα τους που -δε μπορεί- όλοι θα έχετε δει στις τηλεοράσεις ή στο διαδίκτυο. Από τα ειρωνικά σχόλια για την μικρόνοια του Τραμπ ή του Τζόνσον μέχρι τη νοσοκόμα, που κρατούσε στην αγκαλιά της ως μωρό την Ιταλία και τα φοβισμένα πρόσωπα που κρύβονταν πίσω από τις μάσκες. Οι τοιχογραφίες αυτές απέδωσαν ίσως με τον καλύτερο τρόπο και χωρίς βερμπαλισμούς όλα αυτά που φλύαρα επαναλάμβαναν επί ώρες αγχωμένοι τηλεπαρουσιαστές, αφού τις μέρες της μεγάλης κρίσης το πρόγραμμα δεν επέτρεπε χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις.
Υπήρξαν φυσικά και τα πολιτικώς ορθά γκράφιτι σαν εκείνο του «αστικοποιημένου» πια Ιταλού Νέλο Πετρούτσι, που χρησιμοποιούσε τις φιγούρες των simpsons με μάσκες προστασίας για να περάσει το μήνυμα «Μείνετε Σπίτι – Stay Home». Η εκείνα τα υπερμεγέθη πλακάτ από την Πολωνία, που ως μια κορωνο-εκδοχή παλιών σοβιετικών πόστερ έδειχναν γιατρούς και νοσοκόμους να παρελαύνουν ατρόμητοι προς το μέλλον, κρατώντας το εθνικό λάβαρο ψηλά. Ετσι κι αλλιώς μια εικόνα, ειδικά αν είναι ευφυής και «βγάζει και γλώσσα» μπορεί να πει όσα θα έλεγαν χιλιάδες λέξεις. Και αυτό το ξέρουν όλοι και οι αντάρτες, αλλά και οι θεματοφύλακες της κάθε εξουσίας.
Τα γκράφιτι που ξεχώρισαν πάντως ήταν αυτά που έγιναν αυθαίρετα, αυθόρμητα, όχι κατόπιν παραγγελίας. Μπορεί να εξέπεμπαν αγωνία, μπορεί να έσταζαν οργή για την κατάρρευση των συστημάτων υγείας, μπορεί να ήθελαν να μας αποτρέψουν από το να γίνουμε απλώς καταναλωτές καταστροφολογικών προβλέψεων. Είναι αυτά, που είτε το θέλουμε, είτε όχι θα έρχονται στο μυαλό μας, όταν μετά από χρόνια και αν όλα έχουν περάσει θα έρχονται ως πρώτες αναμνήσεις στο μυαλό μας. Αυτές που θα μας έχουν χαρίσει τα παιδιά με τα σπρέυ, τις σηκωμένες κουκούλες και τα σκεβρωμένα και πιτσιλισμένα με μπογιές αθλητικά μποτάκια.