To λιμάνι του Πειραιά ξεπέρασε ως παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο το Αμβούργο
Στην έβδομη θέση της παγκόσμιας κατάταξης των μεγαλύτερων ναυτιλιακών μητροπολιτικών κέντρων του πλανήτη ανέβηκε η Αθήνα και ο Πειραιάς ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ισχύος της ελληνόκτητης ποντοπόρου ναυτιλίας, της αυξημένης γεωπολιτικής σημασίας του λιμανιού και του ακμάζοντος οικοσυστήματος ελληνικών και ξένων ναυτιλιακών και παραναυτιλιακών επιχειρήσεων που έχει αναπτυχθεί.
Η ελληνική πρωτεύουσα και το λιμάνι της ανέβηκαν για τρίτη συνεχόμενη χρονιά θέση στη σχετική κατάταξη, την ώρα που άλλα ιστορικά διεθνή ναυτιλιακά κέντρα όπως το Αμβούργο υποχωρούν. Πρόκειται για τον δείκτη 2024 Xinhua-Baltic International Shipping Center Development Index (ISCDI) που παρέχει μια ολοκληρωμένη κατάταξη των 43 κορυφαίων λιμενικών πόλεων και ναυτιλιακών κέντρων στον κόσμο, χρησιμοποιώντας πολλαπλά κριτήρια και μετρήσεις που περιλαμβάνουν κάθε πτυχή της ναυτιλίας.
Από επιχειρηματικά στοιχεία και τη συμμετοχή παρόχων ναυτιλιακών υπηρεσιών όπως νομικά, ασφαλιστικά, τραπεζικά και ναυλομεσιτικά γραφεία έως το μέγεθος, τη δυναμικότητα και τη διακίνηση φορτίων από τα λιμάνια.
Επιπλέον, ο δείκτης αξιολογεί το συνολικό επιχειρηματικό κλίμα και την αναγνώριση και επιρροή που κάθε πόλη απολαμβάνει στις βιομηχανίες της διεθνούς ποντοπόρου ναυτιλίας και των λιμενικών υπηρεσιών και υποδομών.
Σύμφωνα με τη φετινή έκθεση που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, «η Ελλάδα συνεχίζει να διαδραματίζει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στον παγκόσμιο ναυτιλιακό τομέα, με περισσότερα από 1.000 ναυτιλιακά γραφεία να έχουν την έδρα τους είτε στην Αθήνα είτε στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής».
Η Αθήνα ασκεί πλέον μεγάλη έλξη και για τη συμμετοχή της στη διαμόρφωση του μέλλοντος των ναυτιλιακών τεχνολογιών, σύμφωνα με τους αναλυτές του Baltic Exchange και του Xinhua News Agency, στους οποίους ανήκει και η πρωτοβουλία της ετήσιας έκδοσης του συγκεκριμένου δείκτη από το 2014 και μετά.
«Η ελληνική πρωτεύουσα φιλοξενεί μια σειρά από καινοτόμες και εξειδικευμένες νεοφυείς τεχνολογικές επιχειρήσεις που συνεργάζονται στενά με τη μεγάλη κοινότητα της πλοιοκτησίας στην Ελλάδα για την ανάπτυξη μοναδικών και σύγχρονων λύσεων που ενισχύουν τις δυνατότητες και την αποτελεσματικότητα των διαχειριστών στόλου», σημειώνει η έκθεση.
«Αυτές οι εταιρείες τεχνολογίας ανοίγουν τώρα τα φτερά τους και φέρνουν αυτές τις λύσεις σε πλοιοκτήτες σε όλο τον κόσμο», συμπληρώνει. Ενώ σχεδόν όλες οι εταιρείες ναυτιλιακών υπηρεσιών έχουν παρουσία στην Αθήνα, λόγω της ιστορικής της θέσης ως κορυφαίου ναυτιλιακού κόμβου της Μεσογείου, η Ελλάδα ενισχύεται επίσης από τη θέση του λιμανιού του Πειραιά ως ενός από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης, υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Η Σιγκαπούρη παραμένει στην κορυφαία θέση στον δείκτη ISCDI για ενδέκατη συνεχή χρονιά, ενώ αρκετές ακόμα μητροπόλεις διατηρούν τη θέση τους στην κατάταξη, αντικατοπτρίζοντας τη διαρκή σημασία τους τόσο για τις τοπικές οικονομίες όσο και για τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Το Λονδίνο, η Σαγκάη, το Χονγκ Κονγκ, το Ντουμπάι και το Ρότερνταμ διατήρησαν τις θέσεις τους ως κορυφαία διεθνή ναυτιλιακά κέντρα. Αθήνα και Πειραιάς και Νίγκμπο Ζουσάν ανέβηκαν μία θέση φέτος, ενώ το Αμβούργο έχει υποχωρήσει δύο θέσεις, στην ένατη. Η Νέα Υόρκη με το Νιου Τζέρσεϊ συμπληρώνουν το φετινό top 10.
Με βάση την ετήσια έκθεση Xinhua-Baltic International Shipping Center Development index, περισσότερα από 5.500 εμπορικά πλοία, ή περίπου το 22% του παγκόσμιου στόλου, ανήκουν σε Έλληνες, καθώς η ισχύς της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας βελτιώθηκε έτι περαιτέρω την τελευταία δεκαετία, με τη δυναμικότητα του στόλου να ενισχύεται περισσότερο από 50%.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, η ελληνόκτητη ναυτιλία ελέγχει το 31% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων, το 25% του στόλου πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου, 22% των πλοίων μεταφοράς LNG, 15% των πλοίων μεταφοράς χημικών και προϊόντων, 11% των πλοίων μεταφοράς υγραερίου και πλέον και το 8% των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Η διάκριση της Αθήνας και του Πειραιά όμως στην παγκόσμια κατάταξη με τα μητροπολιτικά κέντρα της ποντοπόρου ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ελληνόκτητη ναυτιλία διαδραματίζει πολύ μεγάλο ρόλο και στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Κατά μέσον όρο, η ελληνική χωρητικότητα αντιπροσωπεύει το 60% του στόλου που ελέγχεται από την Ε.Ε., με τον πλησιέστερο αντίπαλό της τη Γερμανία μόλις στο 12%. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν το 80% των ελεγχόμενων από την Ε.Ε. πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου, το 73% των πετρελαιοφόρων, το 85% των πλοίων μεταφοράς LNG και το 17% των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων της Ε.Ε.
Υπό αυτή την έννοια, η ανθεκτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρτάται από την ελληνική ναυτιλία, ενώ παραμένει ένας από τους πιο παραγωγικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.
Το 2022, οι εισροές στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών μέσω θαλάσσιων μεταφορών ξεπέρασαν τα 23 δισ. δολάρια, η μεγαλύτερη συνεισφορά που έχει καταγραφεί τα τελευταία 20 χρόνια. Για την περίοδο 2012-2022, η ναυτιλία συνέβαλε σε εισροές 162 δισ. δολαρίων στην ελληνική οικονομία.
Σημαντικότατες χαρακτηρίζονται επίσης οι επιδόσεις του λιμανιού του Πειραιά που το 2023 «επέδειξε συνεχή ανθεκτικότητα και ανάπτυξη παρά τις παγκόσμιες οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις».
Το 2023, οι τρεις τερματικοί σταθμοί εμπορευματοκιβωτίων του λιμανιού ανέφεραν συνδυασμένη συνολική διακίνηση 5.100.920 TEU, αύξηση 2% σε σχέση με το 2022. Επισημαίνεται, επίσης, η βελτίωση σε επίπεδα-ρεκόρ των οικονομικών αποτελεσμάτων του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς το 2023 με έσοδα 236,2 εκατ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 12,9% και των κερδών μετά από φόρους κατά 26,3%.
Πηγή: του Ηλία Μπέλλου από kathimerini.gr