Η ατμομηχανή του νέου Πειραιά
Η άλλοτε ακμαία βιομηχανική συνοικία του Αγίου Διονυσίου έρχεται ξανά στο προσκήνιο μέσα από τολμηρές ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά και σημαντικές αστικές παρεμβάσεις που εξήγγειλε πρόσφατα η δημοτική αρχή της πόλης.
Για σχεδόν τρεις μήνες, όσο δηλαδή διήρκεσαν τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας στους χώρους εστίασης και στις γκαλερί, η ιστορική γειτονιά του Παπαστράτου στον Πειραιά βρήκε –τουλάχιστον τις βραδινές ώρες– την αλλοτινή της ησυχία. Η «μαύρη πόλη» του Άγιου Διονύση, όπως την προσφωνούσε ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο βιωματικό «Εκ Πειραιώς», η συνοικία που συνέδεσε, από τις αρχές ακόμα του προηγούμενου αιώνα, το όνομά της με την εκβιομηχάνιση της χώρας και η οποία στην περίοδο της ακμής της απλωνόταν σαν «μαύρο φρύδι» μέχρι τη Λεύκα, έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια. Δίπλα στα πάσης φύσεως συνεργεία, μεταλλουργεία, χυτήρια, ελασματουργεία και εργαστήρια κατασκευής ναυτιλιακών και βιομηχανικών ειδών, έχουν προστεθεί γραφεία πολυεθνικών εταιρειών, μπαρ, καφέ και χώροι τέχνης, όλα στεγασμένα σε ψηλοτάβανες, πετρόκτιστες αποθήκες, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του κοινού για τη βιομηχανική περιοχή του λιμανιού.
Μέχρι το 1880-1900, η γειτονιά φιλοξενεί το νεκροταφείο της πόλης του Πειραιά, με την επέκταση όμως του λιμανιού, το νεκροταφείο μεταφέρεται στην Ανάσταση Κερατσινίου και η βιομηχανική ζωή απομακρύνεται από τα Καμίνια και αναπτύσσεται παράκτια. Ηχηρά ονόματα στον χώρο της τότε ελληνικής βιομηχανίας δραστηριοποιούνται σε κεντρικές αρτηρίες: τα φημισμένα Μηχανουργεία Μαλκότση, ένα από τα εργοστάσια του Ρετσίνα, η καπνοβιομηχανία Παπαστράτος, ο Μυτιληναίος, η εταιρεία ζυμαρικών Κορώνα, οι ραπτομηχανές Σίνγκερ, κτίρια της ποτοποιίας Μεταξά και πολλά ακόμα συνυπάρχουν με μικρές βιοτεχνικές μονάδες. Η γειτονιά έσφυζε από ζωή μέχρι το μεσημέρι, οπότε σταματούσαν οι βάρδιες των εργαζομένων. Από εκεί και ύστερα, η συνοικία παραδιδόταν στη σιωπή, σε μια σχεδόν νεκρική ησυχία, και αυτό το αυστηρό μοτίβο δράσης και ανάπαυσης συντηρήθηκε για περισσότερα από εκατό χρόνια. Τώρα όμως που το τοπίο αλλάζει στις «Λαμαρίνες», ένα ακόμα από τα πολλά τοπωνύμια του Αγίου Διονυσίου, η γειτονιά προσαρμόζεται σε νέες συνήθειες και ωράρια και σε μια –ασυνήθιστη– γι’ αυτή δημοσιότητα.
Το πιο φανερό, ακόμη και στα μάτια των περαστικών, παράδειγμα της δεύτερης άνοιξης που βιώνει σήμερα το «ελληνικό Μάντσεστερ» ή η «Μανχεστρία της Ανατολής», όπως αποκαλούσαν τη συνοικία οι καθαρευουσιάνοι στις αρχές του 20ού αιώνα, βρίσκεται στη μόστρα της, στην Ακτή Κονδύλη.
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Ακόμα κι αν δεν γνωρίζατε κάτι περισσότερο για τις αποθήκες του Αγίου Διονυσίου, σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει, καθώς κατευθύνεστε προς την Πύλη Ε3, το Μole Pharmacy, το φουτουριστικό φαρμακείο, σε σχέδια του αρχιτεκτονικού γραφείου Klab. Στεγασμένο σε μια αποθήκη του 1900, λειτούργησε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2016. Από μακριά μοιάζει με κατάρτι και έτσι με έναν τρόπο συνδέεται και με μία από τις πιο παλιές του χρήσεις, καθώς προπολεμικά λειτουργούσε ως καρνάγιο. «Εγώ αυτό το κτίριο το πρόλαβα ως Shisha, ένα από τα πιο δημοφιλή κλαμπ του Πειραιά», σημειώνει η Πειραιώτισσα Άννα Κουβαρά, φαρμακοποιός και ιδιοκτήτρια του ιδιαίτερης αισθητικής Μole. «Φέρνω συχνά στον νου μου μια εικόνα από τη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου: πίνω το ποτό μου στο πατάρι, αγναντεύω το λιμάνι και σκέφτομαι πως είναι κρίμα να μην απολαμβάνει ο κόσμος αυτή τη μαγευτική θέα με το φως της μέρας». Θεωρεί πως ήταν σωστό το timing για μια τέτοια επένδυση και ελπίζει η αναβάθμιση, για την οποία μιλούν τόσο οι ιδιώτες όσο και οι δημόσιοι φορείς, να αφορά μεγάλο όγκο πληθυσμού και να περιλαμβάνει έργα μακράς πνοής. «Δεν θα ήθελα να έχουμε την τύχη της Τρούμπας, η οποία, ενώ ξεκίνησε πολύ δυναμικά πριν από κάποια χρόνια, δεν είχε ανάλογη συνέχεια».