Στα μέσα Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία, μετά από διαβεβαίωση των στρατιωτικών της πως η κατάληψη της Ελλάδας θα ήταν εύκολη, αποφάσισε να επιτεθεί στην μικρότερη και ασθενέστερη στρατιωτικά Ελλάδα. Έτσι στις 28/10/1940 στις 3 παρά 10 το πρωί, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, κόμης Emannuele Grazzi, επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά, στο σπίτι του στην Κηφισιά, ένα τελεσίγραφο που έληγε μετά από τρεις ώρες και με το οποίο ζητούσε να καταλάβουν μερικά σημεία επί ελληνικού εδάφους. Επίσης υποσχόταν πως θα σεβόταν την ελληνική κυριαρχία, στην υπόλοιπη επικράτεια. Όταν ο Μεταξάς ρώτησε ποια ήταν αυτά τα σημεία, ο Grazzi δεν μπόρεσε να του απαντήσει αφού δεν είχε καν ενημερωθεί και ως ήταν φυσικό, έλαβε την απάντηση «Συνεπώς έχουμε πόλεμο» (Alors c’ est la guerre).
Αμέσως μετά, εξεδόθησαν τα διατάγματα της επιστράτευσης και της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας ενώ ταυτόχρονα δόθηκαν οι σχετικές διαταγές στις Ένοπλες μας Δυνάμεις για την εφαρμογή των σχεδίων επιχειρήσεων. Αρχιστράτηγος ανέλαβε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο βασιλιάς και επικεφαλής του στρατού ορίστηκε ο Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο οποίος εγκατέστησε το Στρατηγείο του στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στη πλατεία Συντάγματος.
Οι επιχειρήσεις των Ιταλών στο Αλβανικό μέτωπο ξεκίνησαν αμέσως, αλλά δεν ήταν όπως ανέμεναν αφού, αντί να προελαύνουν στην Ελλάδα οπισθοχωρούσαν στο έδαφος της συμμάχου τους Αλβανίας και μάλιστα με μεγάλες απώλειες.
Ο καιρός περνούσε και οι επιχειρήσεις των Ιταλών, όχι μόνο δεν έκαμπταν την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, αλλά έκαναν τον κόσμο να θαυμάζει τους Έλληνες για την γενναιότητα και τον ηρωισμό τους και τους Έλληνες να πολεμούν με τραγούδια.
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε πως ο Β’ ΠΠ βρήκε τη χώρα μας, θεωρητικά πολύ καλά προετοιμασμένη και οργανωμένη, είχε φροντίσει από το 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, αλλά τα μέσα που διαθέταμε τότε, ήταν λίγα, παλιά και φτωχά.

Το ναυτικό μας
Με την έναρξη του πολέμου, ο Ελληνικός Στόλος, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πανίσχυρο και σύγχρονο Ιταλικό και είχε αποστολή τη διεξαγωγή επιχειρήσεων και έργων, ώστε να εξασφαλίσει ανοικτές τις γραμμές των θαλασσίων επικοινωνιών και να απαγορεύσει τις αντίστοιχες εχθρικές. Τα ελληνικά πλοία αφ'ενός «προήσπισαν και εβοήθησαν αποτελεσματικώς τας κατά ξηράν επιχειρήσεις», όπως αναφέρει ο Κόκκινος, και αφ' ετέρου «προέβησαν εις τολμηράς αναζητήσεις ιταλικών δυνάμεων», όπως αναφέρει ο Καργάκος. Στις δράσεις τους αυτές τα πλοία μας προσέβαλαν τον εχθρό και βύθισαν αρκετά Ιταλικά πλοία.
Η σύγκριση των ναυτικών δυνάμεων ήταν συντριπτική υπέρ των Ιταλών. Τριανταενέα (39) πλοία εμείς και 398 πλοία οι Ιταλοί. Δηλαδή μια αναλογία σχεδόν 1 προς 10. Το Ναυτικό μας δηλαδή κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα δεκαπλάσιο πολεμικό ναυτικό και με πολλαπλάσιες τεχνολογικές δυνατότητες.
Παρόμοια με το ναυτικό, ήταν η κατάσταση και στο Στρατό αλλά και στην Αεροπορία. 463 αεροπλάνα η Ιταλία, 58 εμείς (26 βομβαρδιστικά και 32 μαχητικά).

Ηρακλής Καλογεράκης/ Αντ. ΠΝ Εν.Απ.












