«Η Ύδρα είναι η ομορφότερη “χώρα” του κόσμου!»
Φέλιξ, o γιος της ανιψιάς μας Ναντίν
(όταν ήταν 4 ετών)
Ημουν φιλέλληνας από μαθητής. Ως φοιτητής Καλών Τεχνών, το 1959, γνώρισα επιτέλους τη χώρα που ποθούσα. Τότε δεν επισκέφτηκα την Ύδρα – σκόπιμα. Ήξερα ότι μπορούσε κανείς να μείνει εκεί με λίγα χρήματα, σε παράρτημα της Αθηναϊκής Σχολής Καλών Τεχνών. Συμφοιτητές μου είχαν πάει και μου είχαν δείξει φωτογραφίες.
Όμως, στην περιοχή μου υπήρχαν ήδη αρκετά σπίτια με κόκκινες κεραμοσκεπές. Εγώ ήθελα ένα εκτυφλωτικά λευκό ελληνικό τοπίο, με σπίτια που είχαν επίπεδες στέγες, τρούλους και καμάρες. Αυτό το βρήκα στη Νάξο και στη Σαντορίνη, που τότε διέθετε μόλις δύο ξενοδοχεία – και αυτά κατ’ όνομα μόνο.
Στην Ύδρα πήγα για πρώτη φορά το 1971. Η αλαζονεία μου δεν μπορούσε τότε να εκτιμήσει ιδιαίτερα την απέριττη αρχιτεκτονική της. Τα σπίτια ήταν σαν αυτά που σχεδιάζουν τα παιδιά. Τι με έφερε, λοιπόν, στην Ύδρα;
Σχεδίαζα να συναντήσω έναν φίλο στη Βαγδάτη και να τον συνοδεύσω μέχρι την Ινδία. Όμως, εκείνος είχε ερωτευτεί μια κοπέλα στην Αθήνα, η οποία του σύστησε την Ύδρα. Εκείνος ήθελε να ζωγραφίσει εκεί και μου ζήτησε να του φέρω καμβά, χρώματα και πινέλα. Έτσι και έγινε.
Η γυναίκα μου, Ανέτ, κι εγώ μπήκαμε στο Volkswagen μας, ταξιδέψαμε ασταμάτητα ως το λιμάνι του Πειραιά, αφήσαμε το αυτοκίνητο στην προκυμαία και επιβιβαστήκαμε στον «Πορτοκαλή Ήλιο» για την Ύδρα. Η επίσκεψή μας αυτή ήταν ένα είδος ταμπού: αποφεύγαμε την Ελλάδα όσο κυβερνούσε η Χούντα. Επιπλέον, εγώ προτιμούσα την Ίμπιζα, ενώ η Ανέτ είχε λατρέψει την Ύδρα από το 1961.
Η Ύδρα με περίμενε υπομονετικά. Μας επέτρεψε να ταξιδέψουμε ξανά στη Σαντορίνη, όπου περάσαμε μια ολόκληρη μέρα αναζητώντας δωμάτιο, μέχρι που τελικά βολευτήκαμε σε ένα παιδικό κρεβάτι κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Η Ύδρα ήταν γενναιόδωρη· άφησε τη φαντασία μου ελεύθερη να ονειρεύεται ταξίδια σε όλο τον κόσμο.
Αλλά κάτι είχε αλλάξει μέσα μου. Είδα μια προθήκη με μικρές αγγελίες για σπίτια και οικόπεδα, κυρίως ερειπωμένα. Η ιδέα της αγοράς ενός σπιτιού ήταν τότε αδιανόητη.
Όμως, την άνοιξη του 1973, επιστρέψαμε στην Ύδρα με ένα νέο σύνθημα: «Θέλουμε να αγοράσουμε σπίτι!». Αυτή η φράση ήταν το εισιτήριο για να γνωρίσουμε πολλούς ανθρώπους. Κάποιοι μας έδειξαν ακίνητα, άλλοι μας προσκάλεσαν στο σπίτι τους. Δυστυχώς, οι τιμές ήταν εξωφρενικά υψηλές, και το όνειρό μας παρέμεινε όνειρο – προσωρινά. Για να το αντισταθμίσουμε, αγοράσαμε ένα παραδοσιακό καλάθι με χερούλι και το αφήναμε ανέμελα στο «Bill’s Bar», δίνοντάς μας την εικόνα των ντόπιων ιδιοκτητών.
Από το 1973 και μετά, δεν πέρασε ούτε μία χρονιά που να μην επισκεφτούμε την Ύδρα, και ας ταξιδεύαμε σε όλο τον κόσμο. Το 1977 ήμασταν στη Σρι Λάνκα, σε ένα ξενοδοχείο ειδυλλιακά τοποθετημένο σε έναν όρμο με λευκή άμμο και τιρκουάζ θάλασσα. Ωστόσο, κάθε πρωί, την ώρα του πρωινού, κάναμε την ίδια ερώτηση: «Τι να κάνουν άραγε οι φίλοι μας στην Ύδρα σήμερα;». Αυτή είναι και η απάντηση στο ερώτημα: «Γιατί αγαπάμε τόσο πολύ την Ύδρα;».
Δεν είναι μόνο το νησί, ούτε κυρίως η ασύλληπτη ομορφιά του που έκανε και κάνει την Ύδρα έναν απίστευτα αγαπημένο τόπο για εμάς. Όχι! Υπάρχει ένας πιο σημαντικός λόγος: ο πολυτιμότερος θησαυρός της είναι οι μοναδικοί άνθρωποι που γνωρίσαμε εδώ και με τους οποίους αναπτύξαμε μια βαθιά, ουσιαστική σχέση.
Η κοινωνία της Ύδρας είναι ένα συναρπαστικό, πολύχρωμο μείγμα ντόπιων και διεθνών ατόμων, αγνώστων από κάθε γωνιά του κόσμου, φίλων από την πατρίδα, στενών συγγενών, νέων και ηλικιωμένων, ανθρώπων με ποικίλες καταβολές και ενδιαφέροντα. Όμως, στην Ύδρα, όλες αυτές οι διαφορές χάνουν τη σημασία τους. Υπάρχουν και άλλοι, ανεπαίσθητοι παράγοντες –δύσκολο να τους προσδιορίσει κανείς– που μας ενώνουν, που δημιουργούν έναν δεσμό βαθιάς συμπάθειας, συχνά κάτι ακόμα πιο δυνατό. Σε ευχαριστώ, Ύδρα, είσαι ιδιοφυΐα!