Τι κάνουμε τώρα; Μένουμε Πόρο!
Μια ιστορία που ξεκίνησε σε ένα πλοίο τον Σεπτέμβριο του 1999 και άλλαξε ριζικά τη ζωή δύο νέων ανθρώπων…
Γράφει η Χριστίνα Παπαδοπούλου-Μπερή
Οι επιβάτες με προορισμό τον Πόρο να ετοιμαστούν για άμεση αποβίβαση». Τόσο απλά, με μία πρόταση να ακούγεται από τα ηχεία του θρυλικού «Ευτυχία» και εμένα 22 χρονών κορίτσι, γεμάτο όνειρα και λαχτάρα για το άγνωστο που απλωνόταν μπροστά μου, ξεκινά η περιπέτειά μου στο νησί, που έγινε τόπος μου.
Πιστεύω ακράδαντα ότι τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία στη ζωή μας. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο, ανεξήγητο για εμάς την ώρα εκείνη, που όμως αργότερα, με μια δεύτερη ματιά, αποκτούν νόημα. Μέχρι τα 22 δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου μακριά από μια μεγάλη πόλη. Φεύγοντας από την Κύπρο στα 18 και ξεκινώντας τη φοιτητική ζωή στην Αθήνα το 1995, ήμουνα σίγουρη ότι είχα αγγίξει το τέλειο, ενώ η γκαρσονιέρα μου στο Παγκράτι ήταν για μένα το κέντρο του σύμπαντος. Για τέσσερα χρόνια τίποτε δεν μπορούσε να με κάνει να αλλάξω γνώμη. Μέχρι που ο φτερωτός θεός χτύπησε και τη δική μου πόρτα, και ξαφνικά βρέθηκα από το κέντρο της Αθήνας στο σαλόνι ενός καραβιού, έτοιμη για τη μεγάλη αλλαγή.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1999, εννέα το βράδυ, και θυμάμαι πολύ έντονα τη στιγμή που βγήκαμε στο κατάστρωμα και το καράβι έδενε κάβους. Κοίταξα μπροστά και μαγεύτηκα. Δεν ξέρω γιατί, δεν κατάλαβα ποτέ αν ήταν κάτι συγκεκριμένο ή αν είχε να κάνει με την ενέργεια του τόπου, αλλά σκέφτηκα «Εδώ ανήκω!».
Η πρώτη μου νύχτα στο νησί έκλεισε με θερινό σινεμά και την ταινία «Η ζωή είναι ωραία» – καθόλου τυχαίο τελικά! Η ζωή μας κυλούσε σε εντελώς διαφορετικούς ρυθμούς, και αυτό ασκούσε πάνω μου μια απίστευτη γοητεία. Οι άνθρωποι τόσο αλλιώτικοι, χαμογελαστοί και με μια γλυκιά περιέργεια, που, ενώ στην αρχή με ενοχλούσε, στη συνέχεια με διασκέδαζε αφάνταστα, γιατί ήταν και είναι κομμάτι αναπόσπαστο της ζωής στο νησί. Και εγώ, η φανατική της μεγαλούπολης και του καυσαερίου, βρήκα την ουσία της ζωής στα στενά της Πούντας και στα ηλιοβασιλέματα στον Σταυρό.
Ο Πόρος κατάφερε ύπουλα σχεδόν να εισχωρήσει στο μυαλό μου και να με αλλάξει ριζικά. Ύστερα ήρθαν τα παιδιά, και συμπλήρωσαν την οικογένειά μας, και μαζί και η ανάγκη για ένα δικό μας σπίτι. Στην ερώτηση «Τι κάνουμε τώρα;» η απάντηση ήταν ενστικτώδης: «Μένουμε Πόρο!». Και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μας το βουνό. Θέλαμε να ζούμε στη φύση, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας πιο χαλαρά από ό,τι αν ζούσαμε στο κέντρο του νησιού. Η Φούσα μάς δικαίωσε πανηγυρικά. Κάτι λιγότερο από μία δεκαετία τώρα, ζούμε στο κτήμα μας, περιστοιχιζόμενοι από το πανέμορφο πευκοδάσος. Τα ηλιοβασιλέματα τώρα πια τα αγναντεύω από την κορυφή του Προφήτη Ηλία, καθισμένη σε έναν συγκεκριμένο βράχο που, αν κάποιος
κοιτάξει προσεχτικά, θα δει τα αρχικά μας χαραγμένα.
Στα 43 μου πλέον, έχω περάσει σχεδόν τη μισή μου ζωή στον Πόρο. Οι άνθρωποί μου, οι αναμνήσεις μου, οι χαρές και οι λύπες μου είναι εδώ. Οι εποχές που αλλάζουν έχουν τη μυρωδιά του: βρεγμένο χώμα και τζάκι ο χειμώνας, αγριολούλουδα από τον Μύλο η άνοιξη, αμυγδαλωτό και φρέσκια σπιτική λεμονάδα το καλοκαίρι, και θαλασσινό αεράκι το φθινόπωρο. Τόπος μας, τελικά, δεν είναι υποχρεωτικά ο τόπος όπου γεννηθήκαμε ή μεγαλώσαμε. Είναι το μέρος που νιώθουμε αγάπη και ασφάλεια, γιατί αφήνουμε τις ρίζες μας να μεγαλώσουν και να απλωθούν, για να μας κρατήσουν γερά.