Τα φιστίκια του κυρ-Γιάννη στις Σπέτσες - Άρθρο του Κώστα Αργυρού
Η ευτυχία των παιδικών χρόνων στις Σπέτσες ήταν μάλλον αυτό, που τώρα βαφτίστηκε από τους διαφημιστές «κατάσταση μυαλού».
Δεν έχω ξαναφάει φιστίκια σαν του κυρ-Γιάννη. Φρεσκοψημένα, με το τσόφλι τους, μέσα στο πλαστικό σακουλάκι, μεζές για το ουζάκι για κάποιους στο διπλανό καφενείο, κάτι σαν το δικό μας «σνακ» τα απογεύματα, που κατεβαίναμε για να χαζέψουμε τα καϊκια και τις άμαξες. O κυρ-Γιάννης με τον πάγκο με τις ρόδες, στα σκαλάκια στη γωνία στη Ντάπια. Με την μαύρη ναυτική τραγιάσκα και το μουστάκι, λίγο σκεβρωμένος από τον καιρό, κατάμαυρος από τον ήλιο, λιγομίλητος μα τυπικός ήταν σήμα κατατεθέν για τις Σπέτσες της δεκαετίας του '70. (και λίγο αρχές ΄80 αν δεν κάνω λάθος). Τις Σπέτσες των παιδικών μας χρόνων.
Ο κυρ-Γιάννης έμενε στο νοίκι, ακριβώς από κάτω μας, στο ημιυπόγειο.
Μερικά μέτρα πιο κάτω, κοντά στο Μουσείο είχε σε μια αποθήκη το «εργαστήρι» του. Εκεί έψηνε τα φιστίκια μόνος του και τα συσκεύαζε για να κατέβει το απόγευμα στο πόστο του. Περνώντας τα πρωϊνά στο δρόμο για τον Αγιο Μάμα ελπίζαμε, ότι θα μας δει για να μας χαρίσει καμιά χούφτα ζεστά, φρεσκοψημένα και μοσχομυριστά.
Τα φιστίκια του κυρ-Γιάννη είναι ταυτισμένα στο μυαλό μου με τα χρόνια της αθωότητας, αν και μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι οι Σπέτσες ήταν πάντα πολύ αρχοντικές, για να μπορούν να δηλώνουν και απόλυτα αθώες. Αλλά τον κυρ- Γιάννη νοσταλγούσαμε τους χειμώνες στην Αθήνα, όπως και εκείνο τον απίστευτο τύπο με την άσπρη ποδιά και τα παγωτά πάνω στο τρίτροχο ποδήλατο, που εγώ επιμένω ότι ήταν ο πρώτος, που λάνσαρε το σύνθημα «Εβγα να πάρεις ΕΒΓΑ». Τουλάχιστον από τα χείλη του το άκουσα πριν το δω αργότερα σε τηλεοπτικό σποτάκι.
Το «Ναυτίλο» με τους «ήρωες» στα μάτια μας καπετάνιο και μονομελές πλήρωμα με «βοηθό» συνήθως μια ξανθιά τουρίστρια, φανταζόμαστε να μας περιμένουν το επόμενο καλοκαίρι έτοιμοι και φωνακλάδες πάλι στο λιμάνι, καλώντας τουρίστες για την εκδρομή στους Αγιους Αναργύρους. (Οχι δεν θέλαμε ποτέ να πάμε με το λεωφορείο). Ηταν οι αμαξάδες ο Νικόλας, αλλά πάνω από όλα ο κυρ-Λευτέρης με τον αγαπημένο μου τον καφεκόκκινο τον «Αγιαξ», λίγο βαρύ, αλλά ήρεμο και δεκτικό στα δειλά μας παιδικά χάδια, που περιμέναμε να ανταμώσουμε πάλι με λαχτάρα.
Αυτό ίσως να εννοώ μιλώντας για αθωότητα. Ηταν τόσο απλά και τόσο προσιτά μας όλα αυτά που δεν μας χρειάζονταν πολλά άλλα για να νοιώσουμε χαρούμενοι. Ηταν αυτά που έδιναν χαρακτήρα στις Σπέτσες κι ίσως ως ένα βαθμό από αυτά να συντηρεί ακόμα το μύθο της. Γιατί προφανώς έχουν κι άλλοι παρόμοιες αναμνήσεις. Η κυρία Μαρίνα στο σινεμά στην ταράτσα, η «Κλήμαινα» βλοσυρή στο ταμείο, τα κοτόπουλα του (άλλου) κυρ- Γιάννη στην πλατεία στο ρολόι. Τα κεφτεδάκια στο Χαράλαμπο και ο τσίρος, χειροποίητος ακόμα, στο δίπλα ουζερί. Μια βόλτα με την άμαξα. Οι διηγήσεις κάποιων παλιών ψαράδων στην ταβέρνα στη Ζωγεριά. Το ψάρεμα με το μακρύ, σπαστό καλάμι στο δρόμο για το παλιό λιμάνι. Ο ήχος από τα χτυπήματα πάνω στο ξύλο στους ταρσανάδες. Και η απογευματινή βαρκάδα με το καϊκι στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής, που κατέληγε σε επιστροφή όταν είχε πλέον σκοτεινιάσει και έκανε την όλη ιεροτελεστία να μοιάζει με περιπέτεια. Δεν θα πω για την Αρμάτα γιατί αυτή με τον καιρό παράγινε «κοσμική» και την ξέρετε πια όλοι.
Με το πέρασμα των χρόνων όλα αυτά αναμφίβολα μου μοιάζουν ομορφότερα κι από ότι πραγματικά ήταν. Αλλά έχω την πανίσχυρη υποψία ότι εκείνες οι Σπέτσες ήταν τελικά πολύ πιο κοντά σε αυτό, που φέτος κάποιοι ευρηματικοί αποφάσισαν να το βαφτίσουν «state of mind». Αλλά αν δεν το έχεις πια, πώς
μπορείς να το πουλήσεις; Σκεφτείτε το λίγο, γιατί θα έρθουν κι άλλα καλοκαίρια.