Το σχέδιο προβλέπει ότι το Δημόσιο θα εισπράττει αυτόματα τον ΦΠΑ που του αναλογεί με κάθε συναλλαγή, κάτι που σημαίνει πως ο επιχειρηματίας δεν θα βλέπει ποτέ αυτά τα χρήματα, καθώς θα μεταφέρονται απευθείας στο Δημόσιο. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις δεν θα χρειάζεται να αποδίδουν τον ΦΠΑ μέσω υποβολής σχετικών δηλώσεων όπως γίνεται σήμερα. Θα χάνουν όμως τη δυνατότητα να διαχειριστούν το σύνολο της ρευστότητας που εισπράττουν
Σύμφωνα με το νέο στρατηγικό σχέδιο της ΑΑΔΕ, στόχος είναι η άμεση καταχώριση και είσπραξη φόρων, όπως ο ΦΠΑ και το ψηφιακό τέλος συναλλαγών, σε πραγματικό χρόνο, χωρίς να απαιτείται από τους φορολογούμενους να υποβάλλουν δηλώσεις.
Το κλειδί για την υλοποίηση του φιλόδοξου αυτού σχεδίου βασίζεται στην καθιέρωση των ηλεκτρονικών πληρωμών ως υποχρεωτικού τρόπου συναλλαγής. Οι πολίτες θα πρέπει να χρησιμοποιούν πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες, καθώς και διαδικτυακές μεθόδους πληρωμής, όπως τα POS και το web banking, για κάθε συναλλαγή που επιβαρύνεται με φόρο. Η χρήση μετρητών σε αυτές τις περιπτώσεις θα είναι περιορισμένη – σήμερα επιτρέπεται για συναλλαγές έως 500 ευρώ
Κατά την ολοκλήρωση κάθε ηλεκτρονικής συναλλαγής το καθαρό ποσό θα πιστώνεται στον λογαριασμό του πωλητή ή του παρόχου υπηρεσιών, ενώ το ποσό του ΦΠΑ ή άλλου φόρου θα μεταφέρεται αυτόματα στον λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτή η διαδικασία θα γίνεται χωρίς καμία καθυστέρηση, εξασφαλίζοντας ότι το Δημόσιο θα εισπράττει τους φόρους τη στιγμή που αυτοί οφείλονται, μειώνοντας έτσι τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται με το τρέχον σύστημα υποβολής δηλώσεων.
Παράδειγμα: ο x επαγγελματίας με τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών λαμβάνει το ποσό 1.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ 240 ευρώ από πελάτη του. Με το ισχύον έως τώρα σύστημα ο επαγγελματίας θα εισπράξει τον ΦΠΑ και θα τον αποδώσει στο τέλος του μήνα ή του τριμήνου στην Eφορία ή μπορεί να τον καταβάλει μέχρι και σε 24 δόσεις. Με το νέο σύστημα ο ΦΠΑ θα εισπραχθεί από την Eφορία κατά τη στιγμή της συναλλαγής και ο επαγγελματίας δεν θα χρειαστεί να τον αποδώσει ο ίδιος στην ΑΑΔΕ με την Περιοδική Δήλωση, ενώ θα εισπράξει μόνο την αμοιβή του μείον την παρακράτηση του φόρου (π.χ. 20%).
Πρακτικά δηλαδή στην περίπτωση του ΦΠΑ, το καθαρό ποσό της συναλλαγής θα καταλήγει άμεσα στον λογαριασμό του επιχειρηματία ενώ το ποσό του ΦΠΑ θα μεταφέρεται αυτόματα στο Δημόσιο, χωρίς να χρειάζεται η επιχείρηση να υποβάλει δηλώσεις. Με την κατάργηση αυτής της διαδικασίας το κράτος θα εισπράττει τους φόρους πολύ νωρίτερα, χωρίς τη χρονική υστέρηση που υπάρχει σήμερα, όπου η πληρωμή του φόρου μπορεί να καθυστερήσει από 1 έως 3 μήνες, ανάλογα με τη συχνότητα υποβολής δηλώσεων και το χρονοδιάγραμμα δόσεων.
Παρά τα προφανή οφέλη για το Δημόσιο, το νέο σύστημα μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για τους επιχειρηματίες. Ενα από τα βασικά προβλήματα που προκύπτουν είναι η πιθανή μείωση της ρευστότητας για τις επιχειρήσεις. Μέχρι σήμερα οι επιχειρήσεις εισέπρατταν τον ΦΠΑ από τις συναλλαγές τους και είχαν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται αυτά τα χρήματα για να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες τους, όπως πληρωμές προμηθευτών, μισθούς και άλλες λειτουργικές δαπάνες, έως ότου έρθει η στιγμή να αποδώσουν τον φόρο στο Δημόσιο. Με το νέο σύστημα, όμως, οι επιχειρήσεις δεν θα έχουν πλέον πρόσβαση σε αυτά τα κεφάλαια, καθώς το ποσό του ΦΠΑ θα μεταφέρεται απευθείας στο Δημόσιο τη στιγμή της συναλλαγής. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει τη διαθέσιμη ρευστότητα των επιχειρήσεων, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες που στηρίζονται στην προσωρινή χρήση των χρημάτων του ΦΠΑ για να καλύψουν τρέχουσες οικονομικές ανάγκες.
Το ίδιο σύστημα, της αυτόματης πληρωμής των έμμεσων φόρων, θα εφαρμοστεί πλην του ΦΠΑ και σε άλλους φόρους συναλλαγών, όπως είναι το ψηφιακό τέλος συναλλαγών, οι φόροι μεταβίβασης ακινήτων και κινητών περιουσιακών στοιχείων, οι οποίοι θα πληρώνονται αυτόματα τη στιγμή της πραγματοποίησης κάθε συναλλαγής.