«Όλα είναι ασαφή με τον Ντόναλντ Τραμπ». Αυτή είναι η φράση στην οποία συμφωνούν οι Έλληνες αναλυτές για τις τελευταίες εξελίξεις τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, καθώς ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι να αλλάξει η αμερικανική διοίκηση και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα η ευρωπαϊκή ήπειρος, και η Ελλάδα μαζί με αυτές, είναι ακόμη μακρύς. Όπως και τα σενάρια της επόμενης ημέρας στα μεγάλα μέτωπα, τα οποία είναι ρευστά και πολυάριθμα, με τις αντιδράσεις των πολιτικών και νομισματικών αρχών να είναι εξίσου ασαφείς.
Αμερικανικοί δασμοί και γεωπολιτικά είναι τα δύο μεγάλα θέματα που θα βρεθούν στο μικροσκόπιο το επόμενο διάστημα, ειδικά με την ανάληψη των καθηκόντων του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου 2025, ενώ επί ευρωπαϊκού εδάφους, τα ζητήματα που θα αποτελέσουν και τους επόμενους καταλύτες είναι τόσο οι πολιτικές απαντήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νέα πραγματικότητα, όσο και το «μονοπάτι» της νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τι φέρνει ο Ντόναλντ Τραμπ: Ύφεση ή ανάπτυξη;
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη θα πρέπει να βρει τους τρόπους να αποφύγει την υφεσιακή διολίσθηση σε περίπτωση που ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει πράξη τις προεκλογικές εξαγγελίες περί επιβολής δασμών, τονίζει στον ΟΤ, ο κ. Δημήτρης Τζάνας της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ. Πρέπει να βρει δηλαδή τους τρόπους για το πώς θα αντιμετωπίσει μια προστατευτική εμπορική πολιτική από τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι οι μεγάλες οικονομίες της είναι εξαγωγικά προσανατολισμένες στην αμερικανική ήπειρο.
«Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έχει τροφοδοτήσει τις ανησυχίες για την έναρξη εμπορικών και νομισματικών πολέμων μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε τα ρίσκα αναφορικά με την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης, με φόντο τις υφεσιακές τάσεις και την πολιτική αβεβαιότητα στην “ατμομηχανή” Γερμανία», αναφέρει ο πιστοποιημένος τεχνικός αναλυτής, Πέτρος Στεριώτης.
Κατά τον κ. Τζάνα η έκθεση Μάριο Ντράγκι για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα θα επανέλθει στο προσκήνιο, καθώς ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ έχει δώσει συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις ώστε η Ευρώπη να ξεπεράσει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας που αντιμετωπίζει. Το θετικό σενάριο, επομένως, είναι να υπάρξει αύξηση της χρηματοδοτικής στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, εξέλιξη που εάν επιβεβαιωθεί θα βοηθήσει και το ελληνικό αφήγημα.
Σε αυτό το περιβάλλον βέβαια δεν θα πρέπει να αγνοήσει κανείς και την ισχύ της νομισματικής πολιτικής, με τον κ. Τζάνα να εκτιμά ότι στο σενάριο μιας αναιμικής, ή ακόμη και ύφεσης, ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, η ΕΚΤ θα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε πιο επιθετικές μειώσεις επιτοκίων, βελτιώνοντας τη ρευστότητα της αγοράς.
«Διάσπαση» στήριξης
Στο ίδιο μήκος ήταν και ο κ. Νίκος Χρυσοχοΐδης, της Χρυσοχοΐδης Χρηματιστηριακή ΑΕΠΕΥ, τονίζοντας όμως τη σημασία της διάθεσης των κεφαλαίων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία αξιοποιεί η Ελλάδα από την εποχή μετά την πανδημία. Για τον κ. Χρυσοχοΐδη, οι πολιτικές Ντόναλντ Τραμπ, τουλάχιστον αυτές που έχει υποσχεθεί προεκλογικά, είναι αρνητικές για την Ευρώπη και σίγουρα θα δυσκολέψουν τις οικονομίες – πυλώνες, όπως είναι η γερμανική και η γαλλική.
Θεωρητικά, αφού ακόμη τίποτα δεν είναι σίγουρο, εάν επιβεβαιωθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες Ντόναλντ Τραμπ, δεν αποκλείεται να δούμε να επηρεάζονται και τα κεφάλαια στήριξης της ΕΕ προς τις χώρες, κατά τον κ. Χρυσοχοΐδη, επηρεάζοντας κατ’ επέκταση και την ελληνική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, στη μεγάλη εικόνα, η Ευρώπη θα πρέπει να κινηθεί στο να βρει λύσεις στα μείζονα ζητήματα της χαμηλής παραγωγής και του ενεργειακού κόστους, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που φέρνει η αλλαγή της αμερικανικής διοίκησης, αναφέρει ο κ. Χρυσοχοΐδης, ο οποίος επίσης βλέπει ότι η ΕΚΤ θα ακολουθήσει μια πιο διευκολυντική πολιτική στο θέμα των επιτοκίων εάν επιβεβαιωθεί ότι οικονομικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και οι πληθωριστικές προοπτικές έχουν επαναφέρει τον κίνδυνο αποπληθωρισμού.
Γεωπολιτικές αβεβαιότητες
Ένα ακόμη μεγάλο κεφάλαιο είναι οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες, και κυρίως, φυσικά, τα μέτωπα που μαίνονται σε ένα τόξο του παγκόσμιου χάρτη που έχει επηρεάσει τα ενεργειακά αποθέματα. Κατά τον κ. Τζάνα, τα γεωπολιτικά είναι ένα σύνθετο κεφάλαιο με όλα τα σενάρια να είναι ανοιχτά. Δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει με ακρίβεια κάποιο σενάριο, αφού οι παράγοντες που τα επηρεάζουν ξεπερνούν τη σφαίρα των προθέσεων ορισμένων ηγετών.
Για τον κ. Τζάνα, μια σημαντική παράμετρος είναι να περιμένουμε να δούμε τα πρόσωπα που θα τοποθετήσει ο νέος πρόεδρος σε θέσεις κλειδιά, όπως οι Υπουργοί Άμυνας, Εξωτερικών και Οικονομικών, ώστε να έχουμε καλύτερη εικόνα της κατεύθυνσης που θα δοθεί στα διάφορα μέτωπα.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο δεν χωρούν προβλέψεις αλλά η κλιμάκωση ή μη των εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή μας δεν μπορεί παρά να επηρεάσει το country risk, τονίζει επίσης ο κ. Στεριώτης. Και όλα αυτά τη στιγμή που η ΕΚΤ καλείται να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό “εξασφαλίζοντας” μέσω της επιτοκιακής και ομολογιακής της πολιτικής και την ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη.
Όλα τα παραπάνω αναμένεται να έχουν μεγάλη επίδραση στην επενδυτική διάθεση ανάληψης ρίσκου σε αναδυόμενες ή στον προθάλαμο των αναπτυγμένων αγορών, όπως η λεωφόρος Αθηνών, αλλά και σε assets όπως τα ελληνικά κρατικά και εταιρικά ομόλογα, τα ακίνητα και η αποπληθωρισμένη απόδοση καταθετικών προϊόντων και ντόπιων αμοιβαίων κεφαλαίων, προσθέτει ο ίδιος.
Πώς επηρεάζει ο Ντόναλντ Τραμπ την ελληνική αγορά
Η περίοδος αβεβαιότητας αυτή δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την ελληνική κεφαλαιαγορά. Άλλωστε, τις προθέσεις της νέας αμερικανικής πολιτικής σκηνής θα αρχίσουμε να τις βλέπουμε από τον Μάρτιο του επόμενου έτους.
Μέχρι τότε, κατά τον κ. Χρυσοχοΐδη, η ελληνική αγορά θα αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις, καθώς εάν επηρεαστούν τα κονδύλια στήριξης θα πρέπει να αναζητήσει άλλες πηγές χρηματοδότησης της ανάπτυξης, ενώ εάν μειωθούν τα επιτόκια της ΕΚΤ, ο τραπεζικός κλάδος θα δει τα επιτοκιακά του έσοδα να επηρεάζονται. Το θετικό όμως, κατά τον κ. Χρυσοχοΐδη, είναι ότι οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν καταφέρει να μετατρέπουν τα επιτοκιακά τους έσοδα σε έσοδα προμηθειών, όπως έδειξε και το εννεάμηνο του 2024, δείχνοντας ότι είναι προετοιμασμένες για αλλαγή των όρων από την ΕΚΤ.
Πιο αισιόδοξος είναι ο κ. Τζάνας, ο οποίος βλέπει ότι μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά θα κάνει ένα «επιτόπιο τροχάδην». Το ελληνικό αφήγημα μπορεί να προβληθεί κατά τον ίδιο ανάμεσα σε μία Ευρώπη που αν αποφασίσει να αναλάβει δράση και να στηρίξει τις οικονομίες της εν μέσω αβεβαιότητας, η Ελλάδα θα επωφεληθεί.
Σε ό,τι αφορά το Χρηματιστήριο της Αθήνας, η τρόπον τινά «αυτονόμησή» του από τα ξένα, με την αδυναμία επαναπροσέγγισης του φετινού πολυετούς υψηλού, τους ισχνούς τζίρους και το ατασικό trading διάρκειας 9 και πλέον μηνών, επ’ ουδενί δεν εγγυάται την «ανοσία» του από την αύξηση της μεταβλητότητας που πιθανώς παρατηρηθεί το 2025 στις παγκόσμιες Κεφαλαιαγορές λόγω Τραμπ και όχι μόνο, τόνισε ο κ. Στεριώτης, από την πλευρά του.
Παράγοντες όπως η «ρηχή» εμπορευσιμότητα, η χαμηλή ελεύθερη διασπορά πολλών εισηγμένων και η τάση των blue chips να «τραβούν ρευστότητα» από θεσμικά και ιδιωτικά χαρτοφυλάκια για την ολοκλήρωση μεγάλων εταιρικών πράξεων (ΑΜΚ κλπ.) λειτουργούν ανασταλτικά για τη συνέχεια, ειδικά για την μικρομεσαία κεφαλαιοποίηση της ελληνικής Αγοράς, πρόσθεσε.