Ο ρόλος της βιταμίνης D στην πρόληψη σκελετικών και εξωσκελετικών παθήσεων
Οι πρόσφατες εξελίξεις και οι Κατευθυντήριες Οδηγίες για τον ρόλο της βιταμίνης D στην πρόληψη σκελετικών αλλά και εξωσκελετικών παθήσεων (καρδιαγγειακών, νεφρολογικών, ενδοκρινολογικών, μεταβολικών και ογκολογικών) συζητούνται από σήμερα στην 6η Μεσογειακή Συνάντηση Ειδικών, με θέμα «Vitamin D, in the prevention of health disparities during adult life», που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
«Το καινούργιο είναι ότι υπάρχουν κάποιες παθήσεις, όπως ο προδιαβήτης, στις οποίες, με τις πρόσφατες Κατευθυντήριες Οδηγίες που δημοσιοποιήθηκαν τον Ιούνιο του 2024, προτείνεται η σχεδόν καθολική αναπλήρωση χωρίς καν να μετρώνται τα επίπεδα της βιταμίνης D, γιατί θεωρείται ότι αυτό μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη του διαβήτη σε ομάδες πληθυσμού που έχουν έλλειψη, δηλαδή σε αυτούς που δεν εκτίθενται πολύ στον ήλιο ή έχουν κάποιους άλλους λόγους- π.χ. σκούρο δέρμα, ενδυματολογικές συνήθειες που μπορεί να εμποδίζουν τη σύνθεση της βιταμίνης D από το δέρμα. Σε αυτούς, λοιπόν, προτείνεται να παίρνουν όλοι βιταμίνη D, γιατί προφανώς δεν μπορούν να συνθέσουν από το δέρμα αυτή που χρειάζονται. Αυτή είναι η κυριότερη αλλαγή στις Κατευθυντήριες Οδηγίες. Η άλλη αλλαγή που προτείνεται είναι ότι, επειδή δεν ξέρουμε ποια είναι τα φυσιολογικά όρια, ίσως δεν έχει νόημα να μετράμε τόσο πολύ τη βιταμίνη D όσο να χορηγούμε συμπληρώματα εκεί που πιστεύουμε κατά περίπτωση ότι χρειάζεται», αναφέρει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής της 6ης Μεσογειακής Συνάντησης Ειδικών, καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας-Διαβητολογίας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Καλλιόπη Κώτσα.
Σύμφωνα με την κ. Κώτσα, ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζονται τα φυσιολογικά επίπεδα της βιταμίνης D εξαρτάται από την πάθηση. «Για τις περισσότερες παθήσεις δεν ισχύουν πάντα τα φυσιολογικά όρια που ισχύουν για τον σκελετό. Για την οστεοπόρωση ξέρουμε μέχρι πού πρέπει να σταματήσουμε. Δεν ξέρουμε όμως το ίδιο για τον διαβήτη, δεν ξέρουμε το ίδιο για τον καρκίνο. Και επομένως ξέρουμε το ανώτερο φυσιολογικό, δηλαδή ξέρουμε ότι δεν πρέπει να ανέβουμε πάνω από 50 ng/ml, δεν ξέρουμε όμως κάτω από πόσο υπάρχει πρόβλημα. Άρα, οι καινούργιες Κατευθυντήριες Οδηγίες λένε ότι με στόχο να αναπληρώσουμε σε όλους αυτούς που ξέρουμε ότι έχουν έλλειψη, δίνουμε ό,τι εκτιμούμε ότι χρειάζεται ο καθένας. Μπορεί να είναι διαφορετική δόση για τον καθένα χωρίς να μετράμε και να ξαναμετράμε, γιατί δεν υπάρχει κίνδυνος από τη βιταμίνη D. Είναι ένας απλός τρόπος να αναπληρώνουμε χωρίς κίνδυνο. Χρειάζεται όμως προσοχή, γιατί αυτό πρέπει να το κάνει κάποιος, ο οποίος ξέρει και τον ασθενή και τη δοσολογία. Δεν μπορεί να το παίρνει ο ασθενής από μόνος του. Δεν είναι, λοιπόν, μία απλή βιταμίνη, είναι μια ορμόνη, όπως για παράδειγμα η θυροξίνη. Άρα, όπως δεν παίρνω για τον θυρεοειδή κάτι από μόνος μου αλλά μου το δίνει ο γιατρός, έτσι δεν παίρνω και βιταμίνη D», προσθέτει η κ. Κώτσα.
Παράλληλα σημειώνει ότι αυτά ισχύουν για τα άτομα που κινδυνεύουν από μία πάθηση, όπως π.χ. ο διαβήτης ή γι' αυτούς που βρίσκονται σε μια κατάσταση φυσιολογική, αλλά χρειάζονται τη βιταμίνη D, όπως π.χ. στην εγκυμοσύνη, τη γαλουχία, τον θηλασμό. «Για τους υγιείς προτείνεται να αποφεύγεται η ανεπάρκεια, εκτιμώντας τον τρόπο ζωής τους. Άρα, ένας άνθρωπος που είναι συνεχώς στον ήλιο, προφανώς δεν χρειάζεται. Ένας άνθρωπος που είναι συνεχώς κλεισμένος μέσα, προφανώς χρειάζεται βιταμίνη D και κάποιοι από αυτούς μπορεί να χρειάζεται να παίρνουν και συνεχώς. Και έχουν προτείνει οι επιστημονικές εταιρείες πόση είναι η δοσολογία σε αυτές τις περιπτώσεις», εξηγεί η κ. Κώτσα.
Η βιταμίνη D, o προδιαβήτης, η παχυσαρκία και ο ΣΔ τύπου 2
Αναφερόμενη στη σχέση της βιταμίνης D με τον προδιαβήτη, την παχυσαρκία και τον σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) τύπου 2, η κ. Κώτσα σημειώνει ότι εδώ και πολλά χρόνια έγιναν πάρα πολλές μελέτες στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας της Ιατρικής του ΑΠΘ και ότι το Τμήμα, με μια αναφορά συνέβαλε στην πρόσφατη αλλαγή των Κατευθυντήριων Οδηγιών σε ό,τι αφορά τον προδιαβήτη. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο μελέτης του Τμήματος Ενδοκρινολογίας χορηγήθηκε βιταμίνη D για έναν χρόνο σε ηλικιωμένους σε ΚΑΠΗ της Θεσσαλονίκης και τα αποτελέσματα ήταν ευνοϊκά σε ό,τι αφορά τη γλυκόζη νηστείας αλλά και σε δείκτες που έχουν να κάνουν με το άγχος, την κατάθλιψη, με τον οστικό μεταβολισμό κ.λπ.
Σύμφωνα με την κ. Κώτσα, στο θέμα της παχυσαρκίας τα πράγματα δεν είναι πολύ ξεκάθαρα και οι Κατευθυντήριες Οδηγίες δεν προτρέπουν να χορηγείται βιταμίνη D σε όλους. «Υπάρχουν μελέτες που λένε ότι στην παχυσαρκία, η βιταμίνη D λειτουργεί στο λιποκύτταρο και καμιά φορά μπορεί να οδηγήσει στην έκπτυξη των λιποκυττάρων. Άρα θέλει λίγη προσοχή στην παχυσαρκία. Όταν, όμως, υπάρχει σαφής ανεπάρκεια, δηλαδή αν κάποιος είναι συνεχώς κλεισμένος στο σπίτι του, οι ασθενείς με παχυσαρκία χρειάζονται πολύ μεγαλύτερες δόσεις βιταμίνης D από τους ανθρώπους που έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος», εξηγεί.
Σε ό,τι αφορά τον ΣΔ, η κ. Κώτσα αναφέρει ότι ο προδιαβήτης οδηγεί σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και προθέτει ότι αν κάποιος θέλει να αποφύγει την εκδήλωση του ΣΔ τύπου 2, ήδη από το στάδιο του προδιαβήτη, με βάση τις νεότερες κατευθυντήριες οδηγίες, ένα από τα μέτρα που πρέπει να παίρνει -και όχι το αποκλειστικό- είναι η αναπλήρωση βιταμίνης D. «Φυσικά εννοείται ότι πρέπει να προηγείται σωστή διατροφή, ότι πρέπει να υπάρχει άσκηση. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ο τρόπος ζωής και γενικά ένας υγιεινός τρόπος ζωής, ένας καλός ύπνος, μαζί με αυτά όμως και η αναπλήρωση της βιταμίνης D. Όταν προκύψει ο σακχαρώδης διαβήτης, τότε το κύριο μέλημά μας είναι να μην κάνει επιπλοκές. Έχουμε πολλές μελέτες τελευταία που λένε ότι αρκετές από τις επιπλοκές του διαβήτη, όπως π.χ. το διαβητικό πόδι, μπορούν να σχετίζονται με την έλλειψη βιταμίνης D, γιατί οι ασθενείς που έχουν διαβητικό πόδι έχουν χαμηλότερα επίπεδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα το δώσουμε θεραπευτικά, σημαίνει ότι καλό είναι να αποφύγουμε την έλλειψη βιταμίνης D σε ασθενείς που έχουν σακχαρώδη διαβήτη», εξηγεί η κ. Κώτσα.