Η ΥΠΕΞ Ανναλένα Μπέρμποκ υποδέχτηκε το Σαββατοκύριακο τους ομολόγους της της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στο Βερολίνο. Η υποδοχή δεν ήταν τυπική, και βάσει των υποχρεώσεων της χώρας, όπως θα ανέμενε κανείς σε άλλες εποχές. Η πράσινη υπουργός σε ρόλο «θυρωρού» εξέφρασε το «ολόψυχο καλωσόρισμα» της Συμμαχίας προς τα δύο επίδοξα νέα μέλη, τη Φινλανδία και τη Σουηδία και έπλεξε το εγκώμιο του ΝΑΤΟ ως μιας αμυντικής και φιλειρηνικής Συμμαχίας, που έχει «ανοικτές τις πόρτες της».
Ξεπερνώντας μάλιστα και τις αρμοδιότητές της εμφανίστηκε βέβαια, ότι η διαδικασία ένταξης θα επισπευθεί στο μέγιστο, προκειμένου οι δύο χώρες να μπουν άμεσα στο «κλαμπ», εναντίον του οποίου κάποτε οι παλιότεροι «σύντροφοί» της έτρωγαν ξύλο και δακρυγόνα στους δρόμους των γερμανικών μεγαλουπόλεων.
Μια στροφή σε δόσεις και σε… επιτάχυνση
Η στροφή αυτή των Πρασίνων έχει βεβαίως σηματοδοτηθεί εδώ και καιρό. Αρχικά με τα μισόλογα που χαρακτήρισαν την προεκλογική τους εκστρατεία για θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας και στη συνέχεια με τη συστράτευση τους στο στρατόπεδο των υπερμάχων της «πολεμικής λύσης» της ουκρανικής κρίσης. Οι Πράσινοι αποδείχτηκαν εδώ και χρόνια ένα κόμμα που δεν εκφράζει κάποια προοδευτική προσέγγιση, αλλά ένα μικροαστικό συντηρητισμό, που αγκάλιασε το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας, που ντρέπεται όμως να δηλώσει ανοικτά συντηρητικό ή ακόμα περισσότερο «δεξιό». Η πορεία αυτή μπήκε σε τροχιά επιτάχυνσης ενόψει της μετάβασής τους σε κυβερνητικούς θώκους.
Οσοι παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία δε μπορεί να μην το είχαν προσέξει αυτό, από τη στιγμή που δεκαετίες πριν ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ είχε εκφράσει την πεποίθηση ότι κάποια στιγμή θα συνεργαστούν τα κόμματα της Χριστιανοδημοκρατίας και της «Οικολογίας». Κάτι που άλλωστε έχει ήδη συμβεί σε αρκετά ομόσπονδα κρατίδια.
Το εντυπωσιακό στην προκειμένη περίπτωση είναι όμως άλλο. Η αποδοχή που δείχνει να έχει αυτή η στάση των Πρασίνων αποδεικνύει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας αναζητούσε εναγωνίως να απαλλαγεί από το μεταπολεμικό «προπατορικό» αμάρτημα, τις ευθύνες δηλαδή της πατρίδας τους για τις καταστροφές, που έφεραν στην Ευρώπη οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι.
Ηταν μια συζήτηση που είχε ξεκινήσει διστακτικά πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα. Τώρα δείχνει να οδηγείται με ένα είδος ανακούφισης στο συμπέρασμα ότι η νέα γενιά Γερμανών πολιτών και πολιτικών δεν χρειάζεται να αισθάνεται ένοχη για τα εγκλήματα των προγόνων της, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ζουν πια.
Οι Πράσινοι με τη στάση τους πρωτοστατούν ουσιαστικά σε μια ιδιόμορφη διαδικασία «απενοχοποίησης» του γερμανικού λαού από το ναζιστικό παρελθόν, το οποίο αποτελούσε επί δεκαετίες ένα θέμα ταμπού μεν, αλλά οδηγούσε τα κόμματα του «δημοκρατικού κόσμου» στην παραδοσιακή «εγκράτεια» για θέματα, που αφορούν το στρατό και τις όποιες πολεμικές εξελίξεις.
«Ευτυχής συγκυρία» ή αποτέλεσμα σχεδίου
Η παρουσία των πρώην «πασιφιστών» στα κυβερνητικά έδρανα λειτούργησε ήδη ως ένα καλό άλλοθι, ως μια έξωθεν καλή μαρτυρία, απέναντι σε όσους έδειξαν να ανησυχούν από την απόφαση για την διόγκωση των πολεμικών δαπανών από το Βερολίνο. Οπως παραδέχονταν ακόμα και Αμερικανοί αναλυτές, αν την αντίστοιχη απόφαση είχε λάβει μια κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών, τότε οι διεθνείς αντιδράσεις πιθανότατα να ήταν πολύ μεγαλύτερες. Αυτό που δεν θα μάθουμε μάλλον ποτέ, είναι αν οι ΝΑΤΟϊκοί αρχιτέκτονες στρατηγικής εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη συγκυρία ή αν έβαλαν και αυτοί το χεράκι τους για να προκύψει.