MS Estonia: Ενας γρίφος στο βυθό, που ζητά λύση - Ρεπορτάζ του Κώστα Αργυρού
Η αλλαγή της νομοθεσίας που απαγόρευε τις καταδύσεις στο ναυάγιο, δίνει ελπίδες για απαντήσεις στα ερωτήματα διασωθέντων, αλλά και συγγενών των 852 ανθρώπων που χάθηκαν το 1994 στη Βαλτική.
Oποιος έχει βρεθεί στο Ταλλίν δε μπορεί παρά να έχει προσέξει το μνημείο, που θυμίζει τη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία, που έζησε η Εσθονία ,αλλά και η Ευρώπη μετά τη βύθιση του Τιτανικού. Ηταν 28 Σεπτεμβρίου 1994 όταν το επιβατηγό/οχηματαγωγό «MS Εstonia» βυθίστηκε κοντά στις φινλανδικές ακτές σε μια θυελλώδη νύχτα, εκτελώντας το δρομολόγιο από το Ταλλίν προς τη Στοκχόλμη. Από τότε το πλοίο βρίσκεται στο βυθό σχεδόν αναποδογυρισμένο σε βάθος περίπου 80 μέτρων. Οι κυβερνήσεις Σουηδίας, Εσθονίας και Φινλανδίας απαγόρευσαν το 1995 τις καταδύσεις στο ναυάγιο, κηρύσσοντας το σε θαλάσσιο τάφο, προκειμένου να μην «διαταράξουν την ειρήνη των νεκρών».
Τώρα ο Σουηδός υπουργός Εσωτερικών Μίκαελ Ντάμπεργκ ανακοίνωσε ότι ο νόμος αυτός θα αλλάξει σε συμφωνία και με τις δύο άλλες χώρες, γεγονός που αναπτερώνει τις ελπίδες συγγενών των θυμάτων, αλλά και των 137 που επέζησαν από την τραγωδία για οριστικές απαντήσεις για τα αίτια της ναυτικής αυτής τραγωδίας, η οποία είχε συγκλονίσει όλη την Ευρώπη. Τα περισσότερα θύματα – επιβάτες στο πλοίο – ήταν Σουηδοί και το θέμα δεν έχει πάψει ποτέ να απασχολεί την κοινή γνώμη της χώρας.
Οι συγγενείς και οι επιζώντες δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένοι με την επίσημη έκθεση έρευνας, που ολοκληρώθηκε το 1997 και έκανε λόγο για ελαττωματικούς μεντεσέδες και μια πόρτα, που άνοιξε κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ως βασικά αίτια του δυστυχήματος. Κάποιοι υποστήριξαν ότι υπήρχε μια βόμβα επί του σκάφους, άλλοι έκαναν λόγο για μια υποβρύχια επίθεση. Θεωρίες συνωμοσίας έδωσαν και πήραν. Το γεγονός ότι στρατιωτικός εξοπλισμός προφανώς μεταφερόταν στην Εσθονία κατά διαστήματα τροφοδότησε τους «θεωρητικούς» της συνωμοσίας. Εκείνη την εποχή πάντως, οι επιθεωρητές των τριών συμμετεχόντων κρατών δεν επιθεώρησαν ποτέ το κουφάρι του πλοίου στον πυθμένα της Βαλτικής Θάλασσας. Κάποιες παραλείψεις στην έρευνα και την έκθεση τροφοδότησαν στη συνέχεια ακόμα περισσότερες θεωρίες συνωμοσίας.
Πριν από την τωρινή απόφαση της σουηδικής κυβέρνησης προηγήθηκε θετική εισήγηση των αρχών διερεύνησης των τριών χωρών (Εσθονία, Φινλανδία και Σουηδία) η οποία ζήτησε νέες υποβρύχιες έρευνες. Οι επιζώντες της καταστροφής και οι συγγενείς των θυμάτων που το απαιτούν εδώ και χρόνια, χαιρέτισαν την εξέλιξη αυτή. Η συζήτηση είχε αναζωπυρωθεί από τον Σεπτέμβριο με αφορμή ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ σε συνέχειες, το οποίο είχε δείξει εικόνες του ναυαγίου, εστιάζοντας σε μια προηγουμένως άγνωστη ρωγμή μήκους τεσσάρων μέτρων στα ύφαλα του πορθμείου.
Είναι πιθανό ωστόσο οι ρωγμές στο κύτος του «MS Εstonia», που ανακαλύφθηκαν από τους κινηματογραφιστές να προκλήθηκαν μετά τη βύθισή του. Ωστόσο, για τις ενώσεις συγγενών, το ντοκυμαντέρ ήταν η αφορμή για να ζητήσουν νέες έρευνες.
Οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Σουηδών συμφωνούν και η πίεση στην κυβέρνηση της Στοκχόλμης είχε αυξηθεί τους τελευταίους μήνες. «Θα θέλαμε να είμαστε σε θέση να δούμε και να εξετάσουμε αυτές τις ρωγμές σωστά για να προσδιορίσουμε, εάν συμφωνούν ή αναιρούν τα προηγούμενα αποτελέσματα της έρευνας από το 1997», δήλωσε ο πρόεδρος της Σουηδικής Αρχής Διερεύνησης Ατυχημάτων. Νέες καταδύσεις με ειδικά ρομπότ μπορεί να δώσουν σχετικά γρήγορες και
αξιόπιστες απαντήσεις εκτιμούν οι ειδικοί.