Ενα ποσοστό 20% των επιδοτήσεων προς τους αγρότες θα δίνεται πλέον με αυστηρά περιβαλλοντικά κριτήρια, προτείνουν οι αρμόδιοι υπουργοί, ένα βήμα που για τις οικολογικές οργανώσεις είναι μικρό για την Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει «πρόκληση».
Μετά από περίπου 40 ώρες διαβουλεύσεων στο Λουξεμβούργο οι υπουργοί Γεωργίας της ΕΕ κατέληξαν στο νέο σχέδιο για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, που θα απορροφήσει τη επόμενη επταετία περίπου 387 δισ. ευρώ, λίγο περισσότερο δηλαδή από το ένα τρίτο του συνολικού κοινοτικού προϋπολογισμού.
Ο νέος αυτός προϋπολογισμός, που θα πρέπει να εγκριθεί και από το ευρωκοινοβούλιο κάνει ένα πρώτο βήμα στο πλαίσιο της περίφημης νέας πράσινης συμφωνίας, αφού θεσπίζει περιβαλλοντικά κριτήρια για το 20% των επιδοτήσεων (ουδετερότητα άνθρακα, βιολογικές καλλιέργειες) κάτι που αποτελούσε πάγιο αίτημα του οικολογικού κινήματος και πολιτικών δυνάμεων όπως οι Πράσινοι. Στόχος είναι να εγκαταλειφθεί η λογική των ενισχύσεων με κριτήριο την ποσότητα (εκτάσεις, αριθμός ζώων κλπ) και να θεσπιστούν νέα κριτήρια, που θα συμβαδίζουν με τους γενικότερους φιλόδοξους στόχους βιωσιμότητας και απάντησης στην κλιματική κρίση. Η Υπουργός Γεωργίας της Γερμανίας, Γιούλια Κλέκνερ που προήδρευσε της σχετικής συνάντησης μίλησε για ένα νέο σύστημα με άλλη λογική και για ένα «θεμελιώδες βήμα προς περισσότερη βιωσιμότητα και αειφορία».
Την αισιοδοξία της δεν την συμμερίζονται πάντως όλοι και η κριτική έρχεται από διαφορετικές κατευθύνσεις. Υπογραμμίζεται ότι η γεωργία θεωρείται σήμερα υπεύθυνη στην Ευρώπη για το 12% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Για πολλούς παραδοσιακούς γεωργούς και κτηνοτρόφους σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτή η αλλαγή συστήματος μπορεί να αποδειχτεί εξόχως προβληματική, αφού θα χρειαστεί να αναθεωρήσουν τις μεθόδους καλλιέργειας ή κτηνοτροφίας. Από την άλλη μπορεί να δώσει κίνητρα σε νέους αγρότες, που θέλουν να ασχοληθούν με τον τομέα με σύγχρονες και φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους και θα έχουν τώρα -θεωρητικά πάντα- ευκολότερη πρόσβαση σε ενισχύσεις. Σημαντική θα είναι εδώ φυσικά και η κρατική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση για να αποφευχθούν οι αμαρτίες του παρελθόντος, που συχνά οδήγησαν στην «αποαγροτοποίηση» της χώρας και σε διάφορες συχνά ευτράπελες μεν, σκανδαλώδεις δε καταστάσεις.
Πάντως από την πλευρά των οικολογικών οργανώσεων και ειδικά σε χώρες που έχουν προχωρήσει σε τέτοιες νέες «βιώσιμες» πρακτικές, όπως η Γερμανία ακούστηκαν κριτικές φωνές, με το επιχείρημα ότι η περιβόητη «στροφή» προς μια «γεωργία νέου τύπου» δεν είναι ούτε αρκετά τολμηρή, ούτε αρκετά φιλόδοξη. Για παράδειγμα η οργάνωση WWF ζητούσε η σύνδεση με τις «καλές πρακτικές» να συνδεθεί από τώρα με το 50% και όχι με το 20% των επιδοτήσεων. Στο δε ευρωκοινοβούλιο διαφαίνεται μια πλειοψηφία που θα ζητήσει ένα ποσοστό της τάξης του 30%. Σε κάθε περίπτωση όσοι καλλιεργητές ή κτηνοτρόφοι θεωρούνται ότι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν μεθόδους, που επιβαρύνουν το περιβάλλον θα πρέπει να αρχίσουν να ανησυχούν. Υπό την αίρεση πάντα ότι οι σχετικοί έλεγχοι θα είναι πραγματικοί και όχι εικονικοί όπως συνέβαινε στο παρελθόν σε αρκετές περιπτώσεις.
Ενδιαφέρον θα έχει να παρατηρήσει κανείς να αυτή η αλλαγή θα σταματήσει την τάση που παρατηρήθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης για εντατικοποίηση και συγκέντρωση της παραγωγής με την εγκατάλειψη του αγροτικού επαγγέλματος από πολλούς «μικρούς» καλλιεργητές και κτηνοτρόφους, που δεν ήταν σε θέση να αντέξουν τον ανταγωνισμό από το εσωτερικό αλλά και από το εξωτερικό. Και αυτή τη φορά πάντως οι υπουργοί δεν υιοθέτησαν την πρόταση να τεθεί πλαφόν ύψους 100.000 ευρώ για τις ενισχύσεις προς μεγάλους παραγωγούς. Κάθε χώρα θα συνεχίσει να διατηρεί το δικαίωμα να «μοιράσει την πίτα» με τα δικά της κριτήρια. Μια πρακτική που στο παρελθόν άφηνε συχνά ανοικτά παραθυράκια αλλά και... πόρτες για φαινόμενα παρασιτισμού και διαφθοράς.
Το τελικό σχέδιο υπολογίζεται να παρουσιαστεί στα τέλη Νοεμβρίου αν καταλήξουν σε αποτέλεσμα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ υπουργών, Κομισιόν και ευρωβουλής.