Περιοδικό Nature: Ο ιός ήρθε για να μείνει - Ρεπορτάζ του Κώστα Αργυρού
Το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό προβλέπει ότι και τα επόμενα χρόνια ο sars-cov-2 θα αποτελεί τμήμα της νέας καθημερινότητας με την οποία θα πρέπει να συμφιλωθούμε, μαθαίνοντας να προφυλάσσουμε τον εαυτό μας.
Καλοκαίρι του 2021: Ο πλανήτης έχει μάθει να ζει εδώ και ενάμιση χρόνο με τον sars-cov-2. Στο μεταξύ έχουν μολυνθεί 250 εκατομμύρια άνθρωποι και έχουν πεθάνει 1,75 εκατ. Οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με τοπικά, εποχιακά lock down. Περιοχές και επιχειρήσεις ανοίγουν και κλείνουν, εργαζόμενοι αλλάζουν το μοντέλο εργασίας από το σπίτι στο γραφείο και αντίστροφα. Στο μεταξύ υπάρχουν κάποια εμβόλια, με ποσοστά επιτυχίας γύρω στο 65%, αλλά δεν αρκούν για όλους, λόγω του
ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών, αλλά και των εταιριών, που δεν επέτρεψε τελικά την παραγωγή για το σύνολο του πληθυσμού. Oι κανόνες για τη χρήση μάσκας αλλάζουν κάθε τόσο, ανάλογα με την ένταση της επιδημίας. Ο καλύτερος τρόπος προφύλαξης παραμένει η... προφύλαξη.
Στο μεταξύ οι επιστήμονες έχουν κατανοήσει κάπως καλύτερα γιατί ένα ποσοστό εκείνων σε ποσοστό μόλις 60%, που έχουν ανοσία λόγω πρότερης ασθένειας δείχνουν να την χάνουν μετά από κάποιους μήνες. Εχουν επίσης αρχίσει να σχηματίζουν μια καλύτερη εικόνα για τις μακροχρόνιες συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό, όσων έδειξαν να αναρρώνουν. Μπόρεσαν επίσης να συγκεντρώσουν στοιχεία για τις επιπτώσεις, που είχε η «σύζευξη» του κορωνοϊού με την εποχική γρίππη, που εξ΄αρχής θεωρείτο ότι θα αποτελέσει
ένα εκρηκτικό μίγμα από τα τέλη του φθινοπώρου μέχρι το χειμώνα.
Πολλοί αστάθμητοι παράγοντες
Αυτό είναι το σενάριο που δημοσιεύει το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Nature» μέσα από μοντέλα και αναλύσεις κορυφαίων επιστημόνων του πλανήτη. Το συνολικό συμπέρασμα είναι ένα. Ο sars-cov-2 ήρθε για να μείνει και αυτό μπορεί να κρατήσει για χρόνια. Η εξάπλωσή του σε ποσοστά 60-80% προκειμένου να μπορεί να μιλήσει κανείς για ανοσία της αγέλης θα κρατήσει χρόνια και είναι άγνωστο αν πρώην ασθενείς θα έχουν πλήρη ανοσία σε κάθε νέα φάση έξαρσης. Η εξαφάνισή του θεωρείται απίθανη προς το παρόν λόγω της μεγάλης διασποράς του σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το αν θα εμφανίζονται μίνι επιδημίες ή πανδημία εξαρτάται προς το παρόν από πολλούς αστάθμητους και ανεξερεύνητους παράγοντες.
Σίγουρα πάντως και από τις πολιτικές αποφάσεις, όπως έδειξαν ήδη τα παραδείγματα χωρών, όπου οι κυβερνήσεις άργησαν να αντιδράσουν, προκαλώντας έτσι μια ταχύτατη και ανεξέλεγκτη εξάπλωση. «Πολλοί τομείς της οικονομίας “ξεκλειδώνουν”, άλλοι πάλι όχι. Δεν γνωρίζουμε ακόμη τι πρόκειται να συμβεί», λέει η Rosalind Eggo, υπεύθυνη για την επεξεργασία μοντέλων μολυσματικών ασθενειών στο London School of Hygiene & Tropical Medicine (LSHTM).
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν επίσης αν ο ιός θα κάνει ετήσιους κύκλους ανάλογους της γρίππης. Τότε θα μπορούσε σύμφωνα με την άποψη κάποιων να μείνει κοντά μας ακόμα και μετά το 2025.
Η προσωπική υγιεινή και η τήρηση αποστάσεων μοιάζουν πάντως τα μόνα σίγουρα μέτρα, με τα οποία θα πρέπει να συμφιλιωθούμε οριστικά για τα επόμενα χρόνια. Σε ότι αφορά τις πιο άμεσες προβλέψεις οι επιστήμονες δηλώνουν ιδιαίτερα ανήσυχοι για την εξέλιξη σε περιοχές όπως η Αφρική.
Στη Νότια Αφρική, η οποία τώρα κατατάσσεται στην πέμπτη θέση στον κόσμο για τις συνολικές περιπτώσεις COVID-19, μια σύνθεση μοντέλων εκτίμησε ότι η χώρα μπορεί να αναμένει κορύφωση της πανδημίας έως τον Σεπτέμβριο, με περίπου ένα εκατομμύριο ενεργές περιπτώσεις, και συνολικά έως και 13 εκατομμύρια συμπτωματικούς έως τις αρχές Νοεμβρίου. Όσον αφορά τους νοσοκομειακούς πόρους, αυτοί ήδη έχουν εξαντληθεί σε μεγάλο βαθμό, όπως προειδοποιεί η Juliet Pulliam, διευθύντρια του Νοτιοαφρικανικού Κέντρου Επιδημιολογικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Stellenbosch.
Υπάρχουν όμως και κάποια ελπιδοφόρα νέα καθώς το lockdown χαλαρώνει. Τα πρώιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι προσωπικές αλλαγές στη συμπεριφορά, όπως το πλύσιμο των χεριών και η χρήση μάσκας, συμβάλουν αποφασιστικά στην αναχαίτιση της παλίρροιας των λοιμώξεων. Σε μια έκθεση του Ιουνίου, μια ομάδα ερευνητών από το Imperial College του Λονδίνου διαπίστωσε ότι μεταξύ 53 χωρών που άρχισαν να «ανοίγουν», δεν υπήρξε τόσο μεγάλη αύξηση στις λοιμώξεις, όπως είχε προβλεφθεί βάσει προηγούμενων δεδομένων. Κι αυτό αποδίδεται κυρίως στην αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτών.
Ολόκληρο το άρθρο του περιοδικού εδώ:
https://www.nature.com/articles/d41586-020-02278-5