Με μια ιστορική απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε κατά πλειοψηφία (21 υπέρ, 6 κατά) συνταγματική τη δυνατότητα σύναψης πολιτικού γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, απορρίπτοντας αίτηση ακύρωσης κατά του νόμου 5089/2024. Η απόφαση, που εκδόθηκε χθες, Παρασκευή 30 Μαΐου 2025, επικυρώνει το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών να συνάπτουν γάμο και να προχωρούν σε υιοθεσία, είτε από κοινού είτε του παιδιού του ενός συζύγου από τον άλλο, χωρίς να παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για την προστασία του γάμου, της οικογένειας, της μητρότητας, της παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 παρ. 1) ή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1).
Το ζήτημα του γάμου ομόφυλων ζευγαριών τέθηκε στο επίκεντρο της Ολομέλειας του ΣτΕ τον περασμένο Απρίλιο, μετά από αίτηση ακύρωσης που κατέθεσαν τρία σωματεία: ο «Σύλλογος για την Προστασία του Αγέννητου Παιδιού η ΑΓΙΑ ΕΜΜΕΛΕΙΑ», η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» και ο σύλλογος «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ». Η προσφυγή στρεφόταν κατά της υπουργικής απόφασης 15796/20.2.2024 (ΦΕΚ Β΄1258), η οποία ρύθμιζε τον τρόπο καταχώρισης στοιχείων συζύγων και γονέων στις ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, γάμου και θανάτου, βάσει του νόμου 5089/2024.
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι ο νόμος επαναπροσδιορίζει τον θεσμό της οικογένειας, παραβιάζοντας τη «φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος», καθώς, όπως ανέφεραν, «η οικογένεια ορίζεται από την ένωση άνδρα και γυναίκας, που επιτρέπει την αναπαραγωγή». Επιπλέον, εξέφρασαν αντίθεση στο δικαίωμα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, υποστηρίζοντας ότι «στερεί από τα παιδιά το δικαίωμα να μεγαλώνουν με μητέρα και πατέρα, θέτοντάς τα σε μειονεκτική θέση σε σχέση με παιδιά ετερόφυλων γονέων».
Υπέρ της νομιμότητας του νόμου τοποθετήθηκε η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), η οποία συμμετείχε για πρώτη φορά με παρέμβαση στην υπόθεση. Η ΕΕΔΑ χαρακτήρισε την προσφυγή αβάσιμη και απαράδεκτη, τονίζοντας ότι «ο νόμος διασφαλίζει την αναγνώριση της σχέσης παιδιού και μη βιολογικού γονέα, ενισχύοντας την προστασία της οικογένειας και της ανθρώπινης ζωής». Επισημάνθηκε ότι το σύμφωνο συμβίωσης δεν ρυθμίζει επαρκώς τη σχέση γονέα-παιδιού, ενώ ο πολιτικός γάμος καλύπτει αυτό το κενό.
Το Δημόσιο υπερασπίστηκε τη ρύθμιση, υπογραμμίζοντας ότι ο νόμος ευθυγραμμίζεται με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. «Η νομοθεσία συμμορφώνεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν επεμβαίνει σε ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αποσκοπεί στην προστασία των παιδιών που αναγνωρίζονται ως τέκνα μόνο του ενός γονέα», ανέφερε.
Η Απόφαση του ΣτΕ
Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης, κρίνοντας ότι οι διατάξεις του νόμου 5089/2024 είναι συνταγματικές. Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου έκρινε ότι η επέκταση του πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, καθώς και το δικαίωμα υιοθεσίας, δεν αντίκεινται στις συνταγματικές επιταγές. Η απόφαση αναγνωρίζει ότι ο νόμος προάγει την ισότητα και προστατεύει την οικογένεια, ανεξαρτήτως της σύνθεσής της, ενώ δεν παραβιάζει τις διατάξεις για την παιδική ηλικία ή τη μητρότητα.
Η αντίδραση του Αντώνη Σαμαρά
Η απόφαση προκάλεσε την έντονη αντίδραση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του, ιδιαίτερα για το δικαίωμα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. Σε δήλωσή του, ο κ. Σαμαράς ανέφερε: «Η απόφαση του ΣτΕ επιβεβαιώνει όσα είχα προειδοποιήσει στη Βουλή. Η κυβέρνηση απέκρυψε την αλήθεια από τον ελληνικό λαό, και τώρα βλέπουμε τις συνέπειες. Πρόκειται για ισχυρό πλήγμα στην παραδοσιακή οικογένεια.»
Ο πρώην πρωθυπουργός συνέδεσε το ζήτημα με το δημογραφικό πρόβλημα και την αξιακή κρίση, υποστηρίζοντας ότι «σε μια εποχή που οι θεσμοί και οι αξίες είναι πιο απαραίτητοι από ποτέ, τέτοιες αποφάσεις επιδεινώνουν την κατάσταση».