Η κυβέρνηση κρίνεται με κριτήριο τον εαυτό της και η απάντηση δόθηκε στις ευρωεκλογές, εκτιμά με νόημα στη συνέντευξή του στο Dnews o Λευτέρης Κουσούλης, επισημαίνοντας πως με τις παροχές το Μαξίμου μπορεί να ανακτήσει μερική έστω εμπιστοσύνη, αλλά το χάσμα που έχει ανοίξει με τους πολίτες δεν μπορεί να βρει πολιτική θεραπεία. «Θα βελτιώσει οριακά τη θέση της, έχει όμως οριστικά αυτή τη στιγμή που μιλάμε χαθεί η αυτοδυναμία», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ο εκ των κορυφαίων πολιτικών επιστημόνων της χώρας εκτιμά ότι «σήμερα είναι καταφανής η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αποτελέσει εναλλακτική πολιτική λύση», ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ενισχύσει τις δυνάμεις του», ενώ τοποθετείται και για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον Αλέξη Τσίπρα. «Τα σημερινά δεδομένα μας μιλάνε για τις επαναληπτικές εκλογές που δεν θα αποφύγουμε και κυοφορούν ευρύτερες μεταβολές που θα εκδηλωθούν όταν ανοίξουν οι κάλπες μια Κυριακή του 2026 ή – το πιθανότερο – μια Κυριακή στις αρχές του 2027», διαμηνύει ο Λευτέρης Κουσούλης.
Εκτιμάτε πως με τα μέτρα που εξήγγειλε ο κ. Μητσοτάκης και κυρίως με αυτά που θα εξαγγείλει στη ΔΕΘ θα μπορέσει να αντιστρέψει την κατάσταση; Ο ίδιος άλλωστε μιλά ακόμα και για «αυτοδύναμες κυβερνήσεις»;
Δεν πρέπει, για να βλέπουμε πιο καθαρά αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη, να ξεχνάμε το ακόλουθο σταθερό δεδομένο: την εξουσία, την Κυβέρνηση, την κάθε Κυβέρνηση την συνοδεύει η φθορά. Ο χρόνος, η διάρκεια πολλαπλασιάζει αυτή την φθορά και στην διάρκεια την παγιώνει. Το σημειώνω γιατί σε λίγο η Κυβέρνηση θα αγγίξει τον 7ο χρόνο. Κάθε φορά που επιχειρούμε να αποτιμήσουμε την πολιτική βαρύτητα μιας απόφασης, αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Υπάρχει μια εμπειρία από την ως τώρα διακυβέρνηση και αυτή μετράει στο ζύγισμα των μέτρων από τους πολίτες. Όλα τα μέτρα αυτού του είδους – οι παροχές – έχουν μια χρησιμότητα για τους αποδέκτες. Αρκούν να αντιστρέψουν την κακή πολιτική θέση στην οποία έχει περιέλθει η Κυβέρνηση μετά τις Ευρωεκλογές; Θα ήταν πλάνη μια τέτοια προσδοκία. Είναι λογικό και πολιτικά αναμενόμενο και μετά την επίμονα αρνητική δημοσκοπική καταγραφή, η Κυβέρνηση να επιχειρεί μια ανάκτηση της προσοχής με στόχο την ανάκτηση- μερική έστω - της εμπιστοσύνης. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Η εμπιστοσύνη που χάθηκε και το χάσμα που έχει ανοίξει δεν μπορεί να βρει πολιτική θεραπεία. Ο χρόνος, η διάρκεια της διακυβέρνησης έχει υπονομεύσει νομίζω και την καλύτερη νοητή προσπάθεια. Θα βελτιώσει οριακά τη θέση της, έχει όμως οριστικά αυτή τη στιγμή που μιλάμε χαθεί η αυτοδυναμία. Τα υψηλά ποσοστά του 2023 ήταν το πολιτικό αποτέλεσμα μιας συνθήκης που δεν υπάρχει πλέον. Δεν υπάρχει πλέον χρήσιμος εκλογικός αντίπαλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, για εύκολη εκλογική εκμετάλλευση. Η Κυβέρνηση ζυγίζεται με κριτήριο τον εαυτό της. Η απάντηση δόθηκε στις Ευρωεκλογές.
Συνεχίζετε να εκτιμάτε πως η κρίση του πολιτικού συστήματος θα συνεχιστεί και μετά τις εκλογές; Και μήπως τότε θα αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται το νέο τοπίο;
Είμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα περιβάλλον πολιτικής κρίσης. Πολιτική κρίση σημαίνει αδυναμία πολιτική μιας χώρας να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της. Στο βάθος η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων με όπλο την εμπιστοσύνη των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της εποχής, από την παραγωγή νέων πόρων και την δίκαιη κατανομή τους ως την εφαρμογή του Νόμου και την ενίσχυση της ασφάλειας και της Δικαιοσύνης. Θα οδηγηθούμε σε επαναλαμβανόμενες εκλογές και το αποτέλεσμα της κάλπης, η λαϊκή βούληση και όχι η δημοσκοπική υπόθεση για την λαϊκή βούληση θα ορίσει τις εξελίξεις. Και το είδος της επόμενης κυβέρνησης. Η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτο κόμμα, με απροσδιόριστο για την ώρα τον συσχετισμό στην κατακερματισμένη Αντιπολίτευση. Η κρίση μπροστά μας θα έχει ενδιαφέρον για το τι αντέχει και τι δεν αντέχει η ελληνική κοινωνία ως δοκιμασία με αντίτιμο βήματα ελευθερίας στην διαδρομή της.
Μπορεί το ΠΑΣΟΚ με την αυτόνομη πορεία, χωρίς δηλαδή συνεργασία με άλλα κόμματα, να είναι η εναλλακτική κυβερνητική πρόταση;
Σήμερα είναι καταφανής η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αποτελέσει εναλλακτική λύση. Είναι κατανοητό να επιλέγει την αυτόνομη πορεία του. Και να επιδιώκει το καλύτερο αποτέλεσμα. Δεν αρκούν όμως τα εκλογικά σχέδια για να αλλάξουν την πραγματικότητα. Είναι πιο ανθεκτική. Το ΠΑΣΟΚ έχει δείξει τα εκλογικά του όρια, αν αυτό αύριο αλλάξει, στην επόμενη κάλπη, θα διαπιστωθεί και θα είχε, αν συμβεί, ενδιαφέρον. Τα σημερινά δεδομένα μας μιλάνε για τις επαναληπτικές εκλογές που δεν θα αποφύγουμε και κυοφορούν ευρύτερες μεταβολές που θα εκδηλωθούν όταν ανοίξουν οι κάλπες μια Κυριακή του 2026 ή – το πιθανότερο – μια Κυριακή στις αρχές του 2027.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ανακάμψει;
Μέσα στην τροπή των πολιτικών μας πραγμάτων, όπως αυτά κατά τη γνώμη μου έχουν ήδη διαμορφωθεί, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ενισχύσει τις δυνάμεις του . Όποιες μεταβολές συμβούν θα είναι ανεπαίσθητες. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτό που απομένει από την προηγούμενη φάση, μια φάση που έχει οριστικά εξαντληθεί. Η εποχή είναι ριζικά άλλη. Παγκόσμιες αλλαγές, υποχώρηση της Αριστεράς ως εκφραστή πολιτικής και ιδεών, το βάρος της κυβερνητικής μνήμης, όλα αυτά μαζί έχουν , εκτιμώ, περιφράξει τον περιορισμένο πολιτικό χώρο που διεκδικεί εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου;
Το κόμμα της Κας Κωνσταντοπούλου έχει συγκυριακά στοιχεία. Δεν μπορούμε, είναι νωρίς, να εκτιμήσουμε την διάρκεια και την πολιτική βαρύτητα στην κάλπη αυτής της συγκυριακότητας. Οι επόμενες εκλογές θα είναι γεμάτες μαθήματα. Το κόμμα αυτό εκφράζει, σε ένα κενό των κομμάτων της κλασσικής αντιπολίτευσης, ΠΑΣΟΚ , ΣΥΡΙΖΑ, την ανάγκη εναντίωσης , σε υψηλή ένταση και με πνεύμα «εχθρότητας» και καθολικής απόρριψης , αυτό που αδόκιμα ονομάζουμε πολιτικό σύστημα. Η ανταπόκριση σε αυτή την ανάγκη – θα δούμε την αντοχή – τρέφει εκλογικά την Πλεύση Ελευθερίας.
Αν επιστρέψει ο Αλέξης Τσίπρας ως αρχηγός ενός νέου σχήματος ή συνασπισμού κομμάτων μπορεί να έχει πιθανότητες;
Η πιθανή επιστροφή του κ. Τσίπρα έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Αν συμβεί θα αποκτήσει και πολιτικό. Η αξία της θα εκτιμηθεί τότε. Σε ποιο περιβάλλον, με ποιο περιεχόμενο, με ποιο πολιτικό σχέδιο. Θα είχε ενδιαφέρον. Σήμερα που μιλάμε, αυτό που οφείλουμε να μην ξεχνάμε είναι η μνήμη που συνοδεύει το πρόσωπο, οι εμπειρίες που ανακινεί, ο περιορισμένος χρόνος της απόστασής του από την τρέχουσα πολιτική, η πορεία το ΣΥΡΙΖΑ, μετά την παραίτησή του. Ασφαλώς μια παρουσία του κεντρική στα δημόσια πράγματα θα βρει μια λαϊκή υποστήριξη, μικρότερη όμως από τη φαντασία ενός αντίστοιχου θεωρητικού πολιτικού σχεδιασμού.
Κυβέρνηση συνασπισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη, μπορεί να υπάρξει; Τη θεωρείτε πιθανή εξέλιξη;
Όπως σημειώθηκε ήδη, η χώρα θα οδηγηθεί, με δεδομένη σήμερα την απομάκρυνση της αυτοδυναμίας, σε Κυβέρνηση συνεργασίας. Τα πρόσωπα, τα μέρη και τις πολιτικές, όλα αυτά μαζί θα τα ορίσει το αποτέλεσμα της κάλπης. Το κάθε κόμμα θα επιδιώξει το καλύτερο αποτέλεσμα, με σκοπό να βρεθεί, την ώρα εκείνη πιο ισχυρό. Και τα μεν κόμματα μπορούν να είναι απορροφημένα στον εαυτό τους. Δίπλα η κοινωνία έχει τις δικές της ανάγκες , που μέρα με την μέρα γίνονται δυνατός άνεμος. Όπως και να εξελιχθούν τα μέτωπα, η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια αναγεννητική πράξη διαρκείας και αργά ή γρήγορα, οι πολιτικές δυνάμεις θα ακούσουν την δυνατή φωνή αυτής της ανάγκης. Έρχονται ενδιαφέρουσες μέρες. Η συνειδητοποίηση που φέρνουν μαζί τους θα αφήσει πίσω της έναν κόσμο.