Εποχικοί εργαζόμενοι: Γιατί δεν θέλουν να επιστρέψουν φέτος στα νησιά;
Οι κάκιστες συνθήκες εργασίας και διαμονής, και τα δύο χρόνια πανδημίας έχουν αλλάξει ριζικά το σκηνικό στην εποχική εργασία, τη στιγμή που ο τουρισμός είναι έτοιμος για ολική επανεκκίνηση. Τρεις εποχικοί εργαζόμενοι αφηγούνται τις ιστορίες τους από το λαμπρό ελληνικό καλοκαίρι.
Κάθε χρονιά, πριν αρχίσει η θερινή σεζόν, κάποιοι εποχικοί εργαζόμενοι θα αναζητήσουν δουλειές παραλιακά στις πόλεις τους, ενώ άλλοι θα μετακομίσουν για μερικούς μήνες σε κάποιο νησί με στόχο να βγάλουν τα χρήματα που, μαζί με το ταμείο ανεργίας, θα τους προσφέρουν τα προς το ζην μέχρι την έναρξη της επόμενης σεζόν.
Από τις παραθαλάσσιες ξενοδοχειακές μονάδες μέχρι τα beach bars που σερβίρουν ως το ξημέρωμα και τα γεμάτα κρατήσεις και αναμονή εστιατόρια, τα πόστα ανοίγουν και οι ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να κλείσουν τις δουλειές τους από την άνοιξη ή και νωρίτερα.
Όμως, μετά από δύο χρόνια αβεβαιότητας και τα άνοιξε-κλείσε που έφερε ο κορωνοϊός, η φετινή σεζόν μοιάζει να ξεκινάει διαφορετική. Οι προκρατήσεις δείχνουν ότι τα σημάδια είναι θετικά και ότι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας θα πάρει μπρος. Μπορεί οι τουρίστες να επιστρέψουν μαζικά, όμως αυτοί που μοιάζουν να μην έλκονται πια από το summer lifestyle του νησιού είναι οι εργαζόμενοι.
Με πολλούς εργαζόμενους να έχουν αναζητήσει άλλη εργασία λόγω της αβεβαιότητας των προηγούμενων καλοκαιριών και εξαιτίας όσων γίνονταν στις εποχικές δουλειές –από τις απλήρωτες υπερωρίες και τα ανύπαρκτα ρεπό μέχρι τις συνθήκες διαμονής και εργασίας και τη συμπεριφορά των εργοδοτών–, το να δουλέψει κανείς σεζόν δεν αποτελεί πια μια ελκυστική επιλογή.
«Σε έναν φίλο μου, που πήγε στη Μύκονο και έκλεισε για βοηθός μάγειρα, υποτίθεται ότι θα έδιναν τα διπλά. Όταν πήγε εκεί, του είπαν ξαφνικά ότι δεν θα του παρείχαν διαμονή, ότι έπρεπε να νοικιάσει μόνος του και ότι δεν θα προσφερόταν φαγητό πέρα από τις ώρες κατά τις οποίες δούλευε. Για τη μεταφορά από και προς τη δουλειά έπρεπε να βρει δικό του όχημα. Έφυγε στις τρεις εβδομάδες γιατί δεν μπορούσε να βρει σπίτι. Έμεινε στον δρόμο δύο μέρες, αφού τα ξενοδοχεία ήταν πανάκριβα».
Ο Σωτήρης ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός σεφ σε ξενοδοχεία νησιών το 2014. Έχει αλλάξει μέχρι στιγμής τρία ξενοδοχεία και έχει συναντήσει διάφορες καταστάσεις. «Στο πρώτο οι συνθήκες ήταν αρκετά καλές, όμως υπήρχε πρόβλημα στο οικονομικό κομμάτι. Ήταν ένα ξενοδοχείο χιλίων ατόμων και ένας μάγειρας έπαιρνε 400 ευρώ για ένα οκτάωρο, δουλεύοντας έξι μέρες την εβδομάδα», λέει.
«Στο δεύτερο ξενοδοχείο που πήγα δουλεύαμε δώδεκα-δεκατέσσερις ώρες. Ήταν επιλογή του εργοδότη: “Θέλουμε δεκαπέντε άτομα; Θα πάρουμε επτά, θα τα ξεζουμίσουμε και όσο βγάλουν. Άμα κάποιος φύγει, θα βρούμε άλλον”. Τα λεφτά ήταν για οκτάωρο. Όταν δεν έβγαινε η δουλειά, έπρεπε να κάτσουμε κι άλλο. Δουλεύαμε από δώδεκα έως και δεκαεφτά ώρες και στο τέλος, όταν απαιτούσαμε τις υπερωρίες –γιατί δεν μας ρώτησε κάποιος, ήταν απαίτηση του εργοδότη μας να κάτσουμε–, μας έλεγε ότι δεν συμφωνήσαμε κάτι τέτοιο.
Είναι και δικό μου λάθος που δεν ρώτησα από πριν και που δεν απαίτησα να πληρωθώ, αλλά είχα στο μυαλό ότι θα γινόταν. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα παίρνω ένσημα είκοσι πέντε οκτάωρα τον μήνα και όταν υπογράψαμε για να φύγουμε είδαμε ότι τα ένσημά μας ήταν σαν να εργαζόμασταν δύο φορές την εβδομάδα και για τετράωρα».
Η διαμονή των εργαζομένων
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα των εποχικών εργαζομένων είναι συνήθως η διαμονή. Από εκείνους που θα δώσουν χωρίς έξτρα χρέωση ένα δωμάτιο στον εργαζόμενο μέχρι εκείνους που θα βάλουν στον ίδιο χώρο πολλά κρεβάτια ή άλλους που θα τα χρεώσουν επιπλέον, οι τακτικές ποικίλλουν. Όπως φυσικά και οι συνθήκες που επικρατούν.
«Στο πρώτο ξενοδοχείο όπου ήμουν, στο δωμάτιο του προσωπικού μέναμε τρία άτομα σε περίπου σαράντα τετραγωνικά με ένα μπάνιο, σε ένα υπόγειο χωρίς παράθυρο, με τα δωμάτια γύρω γύρω σκαμμένα, για να φεύγουν τα νερά, και με πολλούς “επισκέπτες”, ποντίκια ή φίδια.
Στο δεύτερο ξενοδοχείο, το δωμάτιο του προσωπικού ήταν σαν τα κοντέινερ στη Μύκονο. Απ' έξω ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι. Ανοίγοντας διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο για τέσσερα κοντέινερ τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο ώστε να φτιάχνουν ένα διαμέρισμα. Αυτό το διαμέρισμα, που μας το παρουσίασαν για σπίτι, ήταν γύρω στα ογδόντα-ενενήντα τετραγωνικά με μια τουαλέτα, μια ηλεκτρική κουζίνα και φούρνο, ένα λαντζάκι, και εκεί θα μέναμε δεκατέσσερα άτομα σε κουκέτες. Κοιμόμουν στο δωμάτιο με άλλα έξι ή εφτά κρεβάτια».
Πλέον, οι συνθήκες στις οποίες μένει ο Σωτήρης, δουλεύοντας τα τελευταία έξι χρόνια στο ίδιο ξενοδοχείο, είναι καλές. Μένουν από δύο άτομα σε δωμάτια τριάντα-σαράντα τ.μ. ή μέχρι και τρία άτομα σε δωμάτια εβδομήντα και ογδόντα τ.μ.
«Ως βοηθός μάγειρα έπαιρνα 750 ευρώ. Σε έναν φίλο μου, που πήγε στη Μύκονο και έκλεισε για την ίδια θέση, υποτίθεται ότι θα έδιναν τα διπλά. Όταν πήγε εκεί, του είπαν ξαφνικά ότι δεν θα του παρείχαν διαμονή, ότι έπρεπε να νοικιάσει μόνος του και ότι δεν θα του προσφερόταν φαγητό πέρα από τις ώρες κατά τις οποίες δούλευε. Για τη μεταφορά από και προς τη δουλειά έπρεπε να βρει δικό του όχημα. Έφυγε στις τρεις εβδομάδες γιατί δεν μπορούσε να βρει σπίτι. Έμεινε στον δρόμο δυο μέρες, αφού τα ξενοδοχεία ήταν πανάκριβα».
Από την άλλη, ο Σωτήρης αναγνωρίζει ότι το αν είναι καλός ή όχι ένας μισθός είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το είδος της δουλειάς. «Είσαι ανειδίκευτος εργάτης, πας για πρώτη φορά στη ζωή σου να δουλέψεις σερβιτόρος, δεν ξέρεις κάποια ξένη γλώσσα, σου λέει η επιχείρηση ότι θα παίρνεις 800 ευρώ και ρωτάς “γιατί;”. Συμφωνώ μαζί σου, είναι λίγα, αλλά πόσα να σου δώσει; Σε πολλές δουλειές είναι λίγα τα λεφτά, αλλά τι προσφέρεις κι εσύ;».