Ο σύλλογος υπαλλήλων της Τράπεζας Πειραιώς προμηθεύεται μοριακά τεστ ήδη από τον Σεπτέμβριο (όταν η λιανική τιμή τους ήταν 60-70 ευρώ…) στην τιμή των 25 ευρώ έκαστο και τα προσφέρει στα μέλη και τις οικογένειές τους –που φτάνουν στους 15.000 ανθρώπους. Ο δήμος Συκεών, από το φθινόπωρο μέχρι σήμερα, έχει προμηθευτεί περίπου 6.000 τεστ στην τιμή των 27 ευρώ, για τους εργαζόμενους σε αυτόν και για δημότες. Κι ο δήμος Χαλανδρίου προμηθεύτηκε περίπου 1.200 τεστ για τους υπαλλήλους του και για ευπαθείς κατηγορίες δημοτών του, στην τιμή των 25 ευρώ έκαστο.
Μας λέει κάτι αυτό; Μήπως είναι ασήμαντο και ορθώς υποβαθμίζεται, αποσιωπάται ή αγνοείται στον δημόσιο διάλογο;
Τέσσερις παρατηρήσεις:
(α) Αν ένας δήμος καταφέρνει να αποσπά τιμή 25 ευρώ για μια μικρή προμήθεια, π.χ. 1.200 τεστ, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε πόσο χαμηλές τιμές αποσπά η βιομηχανία των διαγνωστικών κέντρων και άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων του κλάδου, που προμηθεύονται δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες τεστ.
(β) Αν αυτό συμβαίνει όταν το υπουργείο Ανάπτυξης είχε αφήσει ανεξέλεγκτες τις τιμές λιανικής ή όταν, μέχρι πρότινος, είχε ορίσει την ανώτατη τιμή στα 60 ευρώ ή, προσφάτως, στα 47 ευρώ, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε πόσο επικερδής ήταν/είναι η διεξαγωγή των τεστ για όλες τις επιχειρήσεις (βιώσιμες και μη…) του κλάδου.
(γ) Αν, πάλι, ένας σύλλογος εργαζομένων ή ένας δήμαρχος, που προμηθεύονται λίγες χιλιάδες τεστ, μπορούν να πετύχουν τιμή 25 ευρώ/τεστ, αξίζει να αναλογιστούμε πόσο χαμηλότερες τιμές θα μπορούσε να εξασφαλίσει το δημόσιο, αν αυτό διαπραγματευόταν την προμήθεια μερικών εκατομμυρίων μοριακών τεστ…
Αυτήν την περίοδο, η ακρίβεια διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων γενικώς και λεηλατεί το εισόδημα των φτωχότερων νοικοκυριών ειδικώς. Αυτών που βγήκαν πολύ εξασθενημένα από την υπερ-10ετή κρίση χρέους, επλήγησαν ποικιλοτρόπως από την κρίση covid-19, μετά τις συνέπειες του από-πληθωρισμού υποχρεούνται τώρα να πληρώσουν τις συνέπειες του πληθωρισμού και παραμένουν απροστάτευτα. Ένα μέτρο προστασίας θα ήταν η δίκαιη αύξηση του κατώτατου μισθού έγκαιρα. Τι συμβαίνει, όμως, στην πράξη;
Στη Γερμανία, με τη νέα κυβέρνηση θα αυξηθεί περισσότερο από όσο είχε προηγουμένως συμφωνηθεί -περίπου 12% αντί 10%. Σε Πορτογαλία, Πολωνία, Τσεχία και Ρουμανία έχει αυξηθεί 6% ή παραπάνω από την 1η Ιανουαρίου. Στη Γαλλία (από τους υψηλότερους στον ΟΟΣΑ) αυξάνεται σε σύνδεση με τον πληθωρισμό. Στη Βρετανία θα αυξηθεί 6,6% τον Απρίλιο. Στην Ελλάδα της «πρωτοφανούς ανάπτυξης», ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε μόλις 2% και μένει εκεί περιμένοντας αύξηση 6% τον Μάιο –αφού, προηγουμένως, θα έχει ήδη χάσει μεγαλύτερο μέρος από την αγοραστική του δύναμη.
Σε αυτές τις συνθήκες, η αμέλεια και η αδιαφορία δείχνουν πιο σκληρές. Τα μοριακά τεστ είναι ένα (παρα)δείγμα.
Αφενός το κράτος υπνώττει, ούτε καν σκέψη να παρέμβει στην αγορά (είναι γνωστό, κάποιοι ανατριχιάζουν και στην ιδέα…) για να εξασφαλίσει φτηνές τιμές για τους πολλούς.
Αφετέρου, το υπουργείο Ανάπτυξης, ορίζοντας τις ανώτατες τιμές προνόησε να είναι τέτοιες ώστε να αποτρέπουν έναν ανταγωνισμό που θα συμπίεζε αποφασιστικά τις τιμές. Τις όρισε όχι με κριτήριο το συμφέρον του καταναλωτή αλλά, όπως εξήγησε, με την πρόβλεψη να αφήνουν περιθώρια κέρδους ώστε να βγάζουν λεφτά και τα μικρά, μη βιώσιμα διαγνωστικά κέντρα –αυτά, της γνωστής «ραχοκοκαλιάς»…
Έτσι, σε μια ωραία ατμόσφαιρα, υπουργείο Ανάπτυξης, Επιτροπή Ανταγωνισμού, κρατικοί φορείς, ασφαλιστικά ταμεία, όλοι θωρούν ακίνητοι μια μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος να γίνεται υπέρ των λίγων, σε βάρος των πολλών -σε τόσο δεινούς, για τόσο πολλούς, καιρούς. Πρόβλημα οικονομικό; Ίσως και πρόβλημα δημοκρατίας.