ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Οι πρόσφυγες στα νησιά του Σαρωνικού

Το πρώτο διάστημα μετά την άφιξη, τα επίσημα στοιχεία από το Υπουργείο Περίθαλψης και τις απογραφές 1923 και 1928.

 

Γράφει ο Νίκος Ανδριώτης*

 

Στα τέλη Αυγούστου του 1922, μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία, χιλιάδες πρόσφυγες κινήθηκαν προς τα παράλια, ακολουθώντας τμήματα του ελληνικού στρατού που υποχωρούσαν, για να επιβιβαστούν σε πλοία για την Ελλάδα. Τα απέναντι νησιά, Λέσβος, Χίος και Σάμος αρχικά, η Κωνσταντινούπολη και η Ραιδεστός, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα, ο Βόλος και γρήγορα όλα τα
ελληνικά λιμάνια αποτέλεσαν σημεία αποβίβασης προσφύγων. Από τις αρχές του 1923 επιβλήθηκε υποχρεωτική καραντίνα για τους πρόσφυγες στα λοιμοκαθαρτήρια του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι, του Καράμπουρνου στη Θεσσαλονίκη και της Μακρονήσου. Oι άθλιες συνθήκες διαβίωσης εκεί, σε συνδυασμό με επιδημικές ασθένειες, είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών προσφύγων.

 

Ο αριθμός των προσφύγων
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1922 οι πρόσφυγες στην Ελλάδα πρέπει να ξεπερνούσαν τους 500.000. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1922, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Περιθάλψεως, 1.500 πρόσφυγες βρίσκονταν στην Αίγινα και 2.100 στον Πόρο και στα Μέθανα.1 Στα μέσα Δεκεμβρίου,
με βάση στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, οι πρόσφυγες στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 868.186.
Οι Έλληνες από την Ανατολική Θράκη, περίπου 250.000, πέρασαν τον ποταμό Έβρο μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, ενώ μετά τις 11 Νοεμβρίου έφθασαν και οι περίπου 25.000 Έλληνες της χερσονήσου της Καλλίπολης. Στα τέλη του 1922 και στις αρχές του 1923 Έλληνες του Πόντου κατέφυγαν είτε στη Ρωσία είτε στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο πριν από την εκκένωση της Κωνσταντινούπολης από τα συμμαχικά στρατεύματα, το φθινόπωρο του 1923, κατέφυγαν στην Ελλάδα περίπου 40.000 Έλληνες κάτοικοί της. Τον
Οκτώβριο του 1923, μετά την παράδοση της Ίμβρου και της Τενέδου στις τουρκικές αρχές, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, οι κάτοικοι των δύο αυτών νησιών και πρόσφυγες από τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, οι οποίοι είχαν καταφύγει εκεί, τα εγκατέλειψαν.

Ο ακριβής αριθμός των προσφύγων που έφθασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι δύσκολο να καθοριστεί. Η ειδική απογραφή, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1923 από το Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, κατέγραψε τους πρόσφυγες οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα μεταξύ της 19ης Δεκεμβρίου 1920 (ημερομηνία διεξαγωγής της προηγούμενης απογραφής) και της 31ης Μαρτίου 1923, προσδιορίζοντας τον συνολικό αριθμό τους σε 786.431. Η απογραφή αυτή όμως ήταν ελλιπής. Εκτιμήσεις στελεχών της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων λίγο αργότερα ανέβαζαν τον αριθμό των προσφύγων σε 1.300.000 έως 1.400.000.

 

Είναι γεγονός ότι κατά το πρώτο διάστημα η θνησιμότητα μεταξύ των προσφύγων ήταν ιδιαίτερα αυξημένη, κυρίως στις πόλεις, όπου κατά τα έτη 1922-1924 οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις. Επίσης, πολλοί πρόσφυγες μετανάστευσαν αμέσως, ή μετά από μικρό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα, προς τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Αίγυπτο.


Αν συγκρίνουμε τα αποτελέσματα των απογραφών του 1923 και του 1928, διαπιστώνουμε ότι το πρώτο διάστημα μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες παρέμεναν κοντά στις πύλες εισόδου τους στην Ελλάδα (νομός Έβρου και νησιά Ανατολικού Αιγαίου), ενώ το κράτος ταυτόχρονα μεριμνούσε για τη διασπορά τους σε όλους τους νομούς της χώρας, κυρίως στα αστικά κέντρα, στα οποία υπήρχαν διαθέσιμοι στεγασμένοι χώροι, αλλά και δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς περίθαλψης. Το ίδιο είχε γίνει εξάλλου και κατά το προηγούμενο διάστημα, 1914-1920.

Από το 1924, οπόταν ξεκίνησε η αποκατάστασή τους, κατά κύριο λόγο η αγροτική, οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκατέλειψαν τη μεθόριο, την «Παλαιά Ελλάδα» και την Ήπειρο (απ’ όπου δεν αναχώρησαν τελικά οι μουσουλμάνοι), και κατευθύνθηκαν κυρίως στη Μακεδονία, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις, αλλά και στα τρία μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη. Γενικότερα, σε όλη τη δεκαετία του 1920 υπήρξε έντονη κινητικότητα των προσφύγων, όχι μόνο ως αποτέλεσμα κρατικής επιταγής, αλλά με πρωτοβουλία των ίδιων, για την αναζήτηση τόσο συγγενών ή συμπατριωτών τους όσο
και γενικότερα καλύτερης τύχης.


Η γενική απογραφή πληθυσμού της 15ης-16ης Μαΐου 1928, η οποία διενεργήθηκε από τη Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, κατέγραψε 1.221.849 πρόσφυγες.
Στον αριθμό αυτόν συμπεριλαμβάνονται και τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από το τέλος του 1922 έως τον χρόνο διεξαγωγής της απογραφής.

Στη Σαλαμίνα απογράφηκαν 564 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 90 στην πόλη της Σαλαμίνας, οι 175 (169 άνδρες) στον Αράπη, οι 13 στα Παλούκια, οι 2 στη μονή Φανερωμένης και οι υπόλοιποι 284 (126 άνδρες και 158 γυναίκες) στον συνοικισμό προσφύγων.

Στην Αίγινα απογράφηκαν 273 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 267 απογράφηκαν στην πόλη της Αίγινας, 3 στο Βαθύ, 2 στη μονή της Αγίας Τριάδας και 1 στους Αγίους Ασωμάτους.

Στον Πόρο απογράφηκαν 514 πρόσφυγες, από τους οποίους 354 στον Πόρο και 100 άρρενες στο Κεντρικό Προγυμναστήριο.

Στην Ύδρα απογράφηκαν μόλις 93 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 91 στην Ύδρα και 3 στη μονή Ζούρβας. Τέλος, στις Σπέτσες απογράφηκαν 197 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 191 στις Σπέτσες και οι 6 στη Σπετσοπούλα.


Από τους 1.221.849 πρόσφυγες που βρίσκονταν στην Ελλάδα, οι 628.253, δηλαδή το 52% του συνόλου του προσφυγικού πληθυσμού, απογράφηκαν στη Μακεδονία. Στη συντριπτική πλειονότητα (90,4%) οι πρόσφυγες προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά κύριο λόγο από τη Μικρά Ασία και δευτερευόντως από την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο. Οι υπόλοιποι προέρχονταν κυρίως από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία.

 

Στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη απογράφηκαν σχεδόν τα 2/3 (το 63,7%) των προσφύγων που βρίσκονταν στις πόλεις.
Μεταξύ των προσφύγων υπερτερούσαν οι γυναίκες. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι γυναίκες αποτελούσαν το 51,8% του συνολικού προσφυγικού πληθυσμού.


Η περίθαλψη των προσφύγων
Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων και η κατάσταση των περισσότερων από αυτούς δημιούργησαν την επιτακτική ανάγκη να οργανωθεί, στο μέτρο του δυνατού, η αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών τους (σίτιση, στέγαση, υγειονομική περίθαλψη). Η οικονομική και οργανωτική αδυναμία του ελληνικού κράτους έθεσε όρια στη δυνατότητα περίθαλψης των προσφύγων, οπότε υπήρξε κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα (ενορίες, επαγγελματικοί σύλλογοι, γυναικείες συλλογικότητες και μεμονωμένοι ιδιώτες) και ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων, κατά κύριο λόγο αμερικανικών, αρκετές από τις οποίες είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα από την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Τρεις είναι οι σημαντικότερες:

α) η Near East Relief, η οποία μετέφερε περίπου 15.000 ορφανά στην Ελλάδα και φρόντισε για τη διαβίωσή τους σε ορφανοτροφεία διεσπαρμένα σε όλη τη χώρα, με σημαντικότερα αυτά της Σύρου και του Ζαππείου στην Αθήνα,

β) η American Women’s Hospitals ή «Νοσοκομεία Αμερικανίδων Κυριών», η οποία οργάνωσε την καραντίνα στη Μακρόνησο και ίδρυσε οκτώ νοσοκομεία, τα πέντε στην Αττική (Ν. Ιωνία, Δουργούτι, Πειραιάς, Ν. Κοκκινιά και Αεροδρόμιο),

και γ) ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός.

Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, με δράση επίσης από το 1918 στη Μακεδονία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ξεκίνησε το έργο του τον Οκτώβριο του 1922. Η Ελλάδα διαιρέθηκε σε δώδεκα περιφέρειες, μία από τις οποίες αποτελούσαν οι νομοί Αττικοβοιωτίας και Αργολιδοκορινθίας, στους οποίους ανήκαν τότε τα νησιά του Σαρωνικού. Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός τροφοδοτούσε καθημερινά χιλιάδες πρόσφυγες – τον Μάρτιο του 1923 οι σιτιζόμενοι πρόσφυγες ξεπέρασαν τους 500.000. Εκτός από τα τρόφιμα, μοίρασε μεγάλη ποσότητα ρουχισμού και φαρμάκων, ενώ εξόπλισε νοσοκομεία και δημιούργησε κέντρα για την παιδική υγεία.

 

Η δράση του τερματίστηκε στις 30 Ιουνίου 1923, με το σκεπτικό ότι αυτή θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη διαμόρφωση μιας τάξης «επαγγελματιών προσφύγων». Με αφορμή την αναχώρησή του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, γράφτηκαν ποικίλα άρθρα στον ημερήσιο, αθηναϊκό και επαρχιακό, Τύπο. Σε ένα από αυτά, στο φύλλο της 26ης Ιουνίου 1923 του «Ελεύθερου Λόγου», γίνεται η επισκόπηση, μεταξύ άλλων περιοχών, της δράσης των επιτροπών του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στη Σαλαμίνα και στις Σπέτσες.

Στη Σαλαμίνα την Επιτροπή αποτελούσαν ο Γ. Αριστείδης ως πρόεδρος, ο διευθυντής της Αστυνομίας και τρεις πρόσφυγες. Ο αριθμός των προσφύγων στο νησί ανερχόταν τον Ιούνιο του 1923 σε 432. Στους πρόσφυγες μοιράστηκαν 100 κλινοσκεπάσματα και «εν μέγα δέμα παλαιών ενδυμάτων». Τα τρόφιμα που είχαν σταλεί στο νησί επαρκούσαν μέχρι τις 31 Ιουλίου για 200 πρόσφυγες και 9 βρέφη.

Η Επιτροπή του Αμερικανικού Σταυρού στις Σπέτσες αποτελούνταν από τον Ε. Δαγλαρίδη ως πρόεδρο, τους Ν. Θεοχαρίδη, Σ. Ανάργυρο, Άννα Ραζή, Καλλιρρόη Γκίνη και τον πρόσφυγα Οικονομίδη. Οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1.596. Στις Σπέτσες ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός ίδρυσε νοσοκομείο 20 κλινών με ιατρό τον Δ. Παπασταύρου, το εξόπλισε με μεταλλική τράπεζα εξετάσεως και μοίρασε 200 κουβέρτες. Τα τρόφιμα που είχαν σταλεί στο νησί επαρκούσαν μέχρι τις 31 Ιουλίου για 1.422 πρόσφυγες και 50 βρέφη.

 

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι κατά το πρώτο διάστημα μετά την Καταστροφή του 1922 οι πρόσφυγες εγκαθίστανται σε όλη την ελληνική επικράτεια, προκειμένου να στεγαστούν σε δημόσια κτίρια, αποθήκες, γενικότερα κενούς ή κενούμενους στεγασμένους χώρους. Σταδιακά, από το 1924 και εξής μετακινούνται ή μεταφέρονται σε περιοχές στις οποίες υπάρχουν ανταλλάξιμα ή προς απαλλοτρίωση ακίνητα, οπότε είναι δυνατόν να εγκατασταθούν μονιμότερα, δηλαδή να αποκατασταθούν, όπως κατεξοχήν είναι η Μακεδονία.

 

Η εικόνα που αποτυπώνεται στα νησιά του Σαρωνικού είναι χαρακτηριστική των περισσότερων περιοχών της Παλαιάς Ελλάδας, με βάση τα πληθυσμιακά στοιχεία των ετών 1923 και 1928. Στην Αίγινα, στην Ύδρα και στις Σπέτσες ο προσφυγικός πληθυσμός μειώθηκε σημαντικά από το 1923 έως το 1928, ενώ διατηρήθηκε σε μεγάλο ποσοστό στη Σαλαμίνα και στον Πόρο, όπου υπήρξε μονιμότερη εγκατάσταση προσφύγων.

 

 

*Ο Νίκος Ανδριώτης είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής  Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορικό-  Αρχαιολογικό), κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος  του Πανεπιστημίου Paris I (Σορβόνη) και διδάκτωρ  του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας). Το βιβλίο του «Πρόσφυγες στην Ελλάδα  1821-1940» κυκλοφόρησε από το Ίδρυμα της Βουλής για τον  Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

Διαβάστε επίσης

A.Σ. Τροιζηνιακός: 90 χρόνια προσφοράς στον αθλητισμό  και στη νεολαία της ΤροιζηνίαςΤΡΟΙΖΗΝΑ

To καμάρι του Γαλατά Τροιζηνίας, ο Τροιζηνιακός, που από την ίδρυσή του, πριν από 90 χρόνια, υπηρετεί με συνέπεια τον αθλητισμό και τη νεολαία της τοπικής κοινωνίας.   Του Μπ. Κανα...

Ο Ποριώτικος ΧασάπικοςΕπιλεγμένα Άρθρα

Χασάπικος. Ίσως ο πιο αγαπημένος και εντυπωσιακός ελληνικός χορός, χορεύεται διαφορετικά στον Πόρο, με μοναδικές φιγούρες και τοπική χορογραφία.   Ο «Ζορμπάς» του Κακογιάννη έκανε ...

Ν. Πορτοκάλογλου: «Στην Ύδρα, πρώτη μου επίσκεψη  σαν τραγουδοποιός, ονειρευόμουν  ότι θα συναντούσα τον Λέοναρντ Κοέν»Επιλεγμένα Άρθρα

Νίκος Πορτοκάλογλου – από το «Μουσικό Κουτί» της οθόνης στον δρόμο, περιοδεία με Jukebox, φίλους και αγαπημένα τραγούδια.   Μια κιθάρα αγκαλιά, ένα μουσικό κουτί, ένα συνεσταλμένο ...

Η Αθήνα πρέπει να προβάλλεται στις διεθνείς αγορές ως «νησιωτική πρωτεύουσα»Επιλεγμένα Άρθρα

Στη δυναμική αλληλεπίδραση Αττικής και Νησιών του Αργοσαρωνικού δίνει έμφαση ο κ. Ευγένιος  Βασιλικός, ηγετικό στέλεχος των Ξενοδόχων της Αθήνας, μιλώντας για τις προοπτικές ανάπτυ...

Ο δρόμος του μπαρουτιού της  Εξέγερσης άφησε ποριώτικα ίχνη...Επιλεγμένα Άρθρα

Αναδημοσιεύουμε από την έντυπη έκδοση του Saronic Magazine, το αφιέρωμα για την συνεισφορά του Πόρου στην Επανάσταση του 1821, με την μεταφορά του μπαρουτιού στην Μάνη.    Το θρίλε...